Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Μελίνα, σκοτεινές ψυχές



 Μελίνα, σκοτεινές ψυχές

 

 


Τόσο καιρό πολεμούσαν με τέρατα, τώρα όμως μαθαίνουν πως εκείνοι είναι αυτοί που κινδυνεύουν να γίνουν το τέρας.
Η φυλή της Μελίνας στρέφεται εναντίον της και ο Κωμικός είναι πλέον μια απειλή με σάρκα και οστά και τη θέλει μόνο για εκείνον. Ποιος θα είναι ο τελικός νικητής στο παιχνίδι που έχει σχεδιάσει για όλους τους ο Νικολά;
Ποιος θα είναι αυτός που θα πάρει τη θέση του στον κόσμο των σκιών;
 


 

 Κρυφή ματιά στο βιβλίο...

Λίγα βήματα αργότερα όμως κάποιος τη σταμάτησε. Η Μελίνα γύρισε παραξενευμένη και είδε τον Δημήτρη να την κρατάει από το μπράτσο. Η κοπέλα τίναξε το χέρι του μακριά και προσπάθησε να φύγει και πάλι. Ήταν έξαλλη μαζί του. Εκείνος όμως δεν την άφησε. Στάθηκε μπροστά της και της έκλεισε τον δρόμο.
«Θέλεις κάτι;» η Μελίνα τον ρώτησε θυμωμένα.
«Μην μου θυμώνεις Μελίνα, ξέρεις την Άννα».
«Και επειδή την ξέρω πρέπει να κάθομαι και να δέχομαι τις προσβολές της; Η κοπέλα είναι κολλημένη… και εσύ την αφήνεις να μου μιλάει έτσι!» ύψωσε τον τόνο της φωνής της άθελά της.
«Και τι θες να κάνω;» της φώναξε αγανακτισμένος, ταρακουνώντας την από τους ώμους. «Έχω κουραστεί Μελίνα, δεν μπορώ πια να είμαι ανάμεσά σας, να ψάχνω για όρια!» ξέσπασε. Έφερε μια βόλτα γύρω από τον εαυτό του και μετά ηρέμισε και πάλι, την κοίταξε στα μάτια παρακλητικά και περίμενε.
«Και το καταλαβαίνω… αλλά εγώ δεν της έκανα τίποτα και εκείνη συνεχώς με προσβάλει. Πες μου, τι έκανα εγώ για να σε φέρω σε δύσκολη θέση; Δεν περιμένω να φέρεσαι σαν το αγόρι μου Δημήτρη, αλλά το να κάνεις πως δεν ακούς είναι άλλο πράγμα».
«Δεν είναι κακός άνθρωπος… απλά παρορμητική».
«Α εντάξει, αυτό τα διορθώνει όλα. Τι άλλο; Μήπως σου ζήτησε να φύγω και από το σπίτι;» απλά υπερέβαλε, ήταν θυμωμένη και ήθελε να το βγάλει από μέσα της. Αλλά η σιωπή του της έδωσε μια απάντηση που δεν ήθελε να ξέρει. «Στο ζήτησε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε πληγωμένη από την παύση του. «Εντάξει, πες πως έγινε». Ανάγκασε τον εαυτό της να χαμογελάσει αλλά ήταν ακόμα θυμωμένη, αυτό τις περισσότερες φορές ισοδυναμούσε με δάκρια και αυτή η περίπτωση δεν διέφερε.





 ...


«Πάμε;» ο Ιούλιος τη ρώτησε ευγενικά;
Η Μελίνα πάντα πίστευε πως ήταν ένα πάρα πολύ όμορφο αγόρι, όμως κάτι είχε αλλάξει. Εκείνο το πρωί ήταν ακόμα πιο όμορφος, το χαμόγελο του είχε αλλάξει.
«Πάμε», η Μελίνα συμφώνησε δαγκώνοντας το χείλος της για να μην γελάσει. Μπορούσε να σκεφτεί μονάχα έναν λόγο για εκείνη την αλλαγή και ήξερε με σιγουριά πως το προηγούμενο βράδυ η Μαρία ήταν μαζί του. Δεν άργησε πολύ για να συνδυάσει τα κομμάτια του πάζλ. «Λοιπόν… πως περάσατε με την Μαρία χθες;» δεν κρατήθηκε και άρχισε να τον πειράζει. Από το ύφος της και μόνο ο Ιούλιος κατάλαβε πως ήξερε το μικρό τους μυστικό και κοκάλωσε ολόκληρος. Ο Φράνκο βρισκόταν μονάχα δύο βήματα μπροστά αλλά δεν έδειχνε να ακούει τη μικρή τους συζήτηση. Αυτό έδωσε το θάρρος στο αγόρι να συνεχίσει.
«Μίλησες με τη Μαρία;» τη ρώτησε διστακτικά.
«Όχι, αλλά μόλις επιβεβαίωσες τις υποψίες μου», του είπε χαρωπά. Ο Ιούλιος μουρμούρισε κάτι ανεπαίσθητο αλλά η Μελίνα ήξερε πως κατηγορούσε τον εαυτό του που είχε πέσει στην παγίδα της.
«Έλα τώρα, λάμπεις ολόκληρος… χαλάρωσε, το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου», του ψιθύρισε.
«Αρραβωνιαστήκαμε χθες», είπε μέσα από τα δόντια του. Και πάνω που η Μελίνα ήταν έτοιμη να φωνάξει, εκείνος της κράτησε το στόμα. Αυτό όμως κίνησε τις υποψίες του Φράνκο που αισθάνθηκε ότι κάτι γινόταν πίσω από την πλάτη του και γύρισε για να δει τι συνέβαινε.
«Τι κάνετε εσείς εκεί πίσω;» γκρίνιαξε.
«Τίποτα… απλά προειδοποιώ τον φίλο σου να προσέχει τη… φίλη μου», η Μελίνα του έδωσε την απάντηση που έψαχνε αφού πρώτα σκούντηξε το αγόρι δίπλα της στα πλευρά.
«Το ξέρεις ότι έχουμε μερική μεταμόρφωση και έχουμε ήδη αργήσει δέκα πέντε λεπτά, έτσι; Εγώ θα ανησυχούσα περισσότερο για το τι θα έκανε η Ερατώ σε εσένα παρά για τη φίλη σου. Έχεις προσέξει πως δεν είσαι η αδυναμία της, έτσι; Ή νομίζεις ότι ο Άρης θα σε ξελασπώνει συνέχεια; Άλλωστε ο Ιούλιος είναι το μαύρο μας πρόβατο, δεν έχει αγγίξει τη φίλη σου… κυριολεκτικά, δεν την έχει αγγίξει».
«Και τι σε νοιάζει εσένα;» η Μελίνα του επιτέθηκε με μιας.
«Απλά λέω ότι είναι αφύσικο», είπε μέσα από τα δόντια του.
«Και εγώ λέω ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να σταματήσει εδώ», ο Ιούλιος έβαλε ένα τέλος σε αυτό. Η Μελίνα ήθελε να το συνεχίσει, όμως ο Φράνκο σεβάστηκε τη γνώμη του φίλου του και δεν της δόθηκε η αφορμή. Άλλωστε, την προσοχή της είχε κερδίσει κάτι άλλο.
Έλα σε εμένα… άκουσε τη φωνή κάποιου μέσα στο κεφάλι της. Και η ένταση αυτής της σκέψης την τρέλαινε. Για μια και μόνο στιγμή, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν μια θολή εικόνα. Και μετά βρισκόταν με τα γόνατα στο γρασίδι του προαυλίου προσπαθώντας να στηρίξει μέρος του βάρους της με το δεξί της χέρι. Ο Ιούλιος και ο Φράνκο βρισκόντουσαν μπροστά της και κουνούσαν τα χείλη τους. Της μιλούσαν, όμως δεν μπορούσε να τους ακούσει, όχι για λίγο ακόμα τουλάχιστον.
«Καλύτερα να την πάμε στο ιατρείο», αναγνώρισε τη φωνή του Ιούλιου.
«Όχι, είμαι καλά. Ένας πονοκέφαλος ήταν», μουρμούρισε καθώς σηκωνόταν. Ο πόνος όμως δεν είχε υποχωρήσει και με κάθε κίνησή της ένιωθε λες και καρφιά κάρφωναν τον εγκέφαλό της. Αλλά αυτό δεν την ενόχλησε τόσο όσο εκείνη η αίσθηση που της είχε αφήσει αυτό το μήνυμα. Θα την αναγνώριζε παντού.
Την αίσθηση πως ο Κωμικός είχε βρεθεί μέσα της.





...


«Φρανσουά, τι ξέρεις εσύ για αυτό;» συνέχισε δείχνοντας του το βιβλίο.
«Θα έρθει για εμάς», της απάντησε φοβισμένα. «Πρέπει να τον κρατήσουμε μακριά. Εσένα θα σε πονέσει περισσότερο. Σε χρειάζεται περισσότερο», μπορεί να ήταν μονάχα ένα παιδί, αλλά η Μελίνα δεν είχε αμφιβολία πως μπορούσε να τον πιστέψει. «Θα σε προστατεύσω», της είπε γλυκά, κρατώντας την από τον ώμο. «Δεν θα τον αφήσω, μην φοβάσαι», συνέχισε σα να μπορούσε να δει τα συναισθήματά της. Η Μελίνα ένευσε καταφατικά αλλά δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να μιλήσει, όχι ακόμα.
«Μίλησες στον Άρη για αυτό;» η ερώτησή της έφερε μεγάλη αναστάτωση στο αγόρι που έτρεξε μακριά της και κρύφτηκε πίσω από μια βιβλιοθήκη με θέα την πόρτα του γραφείου. Κρυφοκοίταξε πίσω από αυτή σα να φοβόταν πως ο Άρης θα ερχόταν ανά πάσα στιγμή και μόνο όταν βεβαιώθηκε πως ο φόβος του ήταν εσφαλμένος, γύρισε και πάλι προς το μέρος της.
«Δεν μπορούμε… θα πειράξει τον μπαμπά μου… δεν μπορεί να πειράξει τον μπαμπά μου!» της φώναξε αναστατωμένος.
«Εντάξει… εντάξει…», η Μελίνα προσπάθησε να τον ηρεμίσει και δεχόμενο τις προσπάθειας της, το αγόρι γραπώθηκε γερά πάνω της, κρατώντας τη σφιχτά σε μια αγκαλιά που έκανε την κοπέλα να νιώσει πολύ άβολα.
«Φρανσουά, πρέπει να μου πεις τι χρειάζεται για να κάνουμε το ξόρκι που μου έδειξες και πρέπει να μου πεις τι μπορεί να το σπάσει», του είπε αργόσυρτα, ελπίζοντας ο τόνος της να τον ηρεμίσει. «Ο Κωμικός μπορεί να προσπαθήσει να σε βρει στο σπίτι. Όλοι όσοι ξέρουν πρέπει να μείνουν προστατευμένοι… κάθε σπίτι. Με καταλαβαίνεις;»
«Αίμα… δεν μπορεί να σπάσει αν είναι το αίμα σου», της είπε ένοχα. Η Μελίνα κοίταξε και πάλι το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της και διάβασε το κείμενο. Αυτήν τη φορά πιο προσεκτικά. Αυτό που προέκυπτε ήταν ένα πουγκί από βότανα και το αίμα ενός ώριμου υβριδίου ενώ έπρεπε να θαφτεί στο ένα χώμα σε κάθε πλευρά του σπιτιού.
«Δεν νομίζω ότι όλο μου το σώμα έχει αρκετό αίμα για αυτό», γκρίνιαξε προτού σηκωθεί. «Φρανσουά, ώρα για παιχνίδι. Μην πας πουθενά, έρχομαι σε λίγο», του είπε αποφασισμένα. Και χωρίς να χάσει χρόνο, χάθηκε μέσα στις σκιές και μπήκε κρυφά στο εργαστήριο της Ηλέκτρας για να πάρει τα υλικά που χρειαζόταν.
Ένιωθε ένοχη για αυτό όμως έλεγε στον εαυτό της πως θα αναπλήρωνε όλα όσα έπαιρνε όταν έβρισκε τον χρόνο. Έπειτα γύρισε πίσω στη βιβλιοθήκη. Ο μικρός κρατούσε τσίλιες και όταν την είδε έτρεξε προς το μέρος της μαζί με το βιβλίο.
Η Μελίνα ξεδίπλωσε όλα της τα υλικά και με τη βοήθεια του αγοριού έφτιαξαν σαράντα πουγκιά τα οποία τώρα έπρεπε να εμβαπτίσουν στο αίμα της αφού πρώτα αυτό είχε δεθεί από το ξόρκι του βιβλίου. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει εκεί, η μυρωδιά θα τραβούσε τους δύο βρικόλακες στο άλλο δωμάτιο επάνω της όπως η φωτιά την πεταλούδα. Έτσι έκρυψε τα πουγκιά στην τσάντα της και μαζί με τον Φρανσουά, γύρισαν πίσω στο γραφείο.
«Ααμμ… καλύτερα να πηγαίνω, όπου να’ ναι θα βγούνε τα παιδιά για διάλλειμα», είπε την πρώτη δικαιολογία που της ήρθε στο μυαλό. Ο Άρης της χαμογέλασε και μετά στράφηκε στον γιό του.
«Εσύ τι λες; Να την αφήσουμε να φύγει;» ο Φρανσουά γύρισε διστακτικά προς το μέρος της Μελίνας και μετά ένευσε καταφατικά. «Τότε υποθέτω πως είσαι ελεύθερη», ο Άρης συμφώνησε.
Βλέποντας τους μαζί η Μελίνα αναρωτήθηκε για τους φόβους του Φρανσουά, ότι δηλαδή κάτι άσχημο μπορούσε να συμβεί στον πατέρα του.
Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό.
Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως κάτι στο πρόσωπό της είχε κινήσει την περιέργεια της Μόνικα, έτσι βιάστηκε να παίξει τον ρόλο της και πάλι.
«Τα λέμε!» τους χαιρέτησε πρόσχαρα και έφυγε.
Έπρεπε να βρει κάποιο μέρος για να κρυφτεί, ένα μέρος όπου κανείς δεν θα την έβρισκε ή δεν θα την ενοχλούσε. Έτσι κατέληξε στις τουαλέτες του πιο ολιγόχρηστου κτιρίου και σφήνωσε την πόρτα από μέσα έτσι ώστε κανείς να μην μπορέσει να μπει.
Άδειασε τα πουγκιά στο πάτωμα και σχεδίασε ένα πεντάκτινο αστέρι μέσα σε έναν νοητό κύκλο από κεριά προτού καθίσει στο επίκεντρο του οκλαδόν. Όταν ήταν έτοιμη, διάλεξε ένα μικρό μαχαίρι και έβαλε το χέρι της κάτω από ένα μεγάλο μπολ σκαλισμένο με τους θεούς του Ολύμπου. Δίστασε για λίγο, άλλωστε αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν κάτι παραπάνω από πολύ… πολύ τρελό.
Πίεσε το μαχαίρι πάνω από τον καρπό της και έκοψε τη σάρκα της βαθιά. Η θέα του αίματος τη ζάλιζε ενώ η μυρωδιά του την έκανε ιδιαίτερα ανυπόμονη. Αλλά δεν την ενδιέφερε, το άφησε να κυλήσει και όταν είδε πως στέρευε έκοψε το δέρμα της ξανά και ξανά...




...

«…Ξέρω, το κουτάβι σου σε πρόσταξε να το κάνεις. Αλλά δεν μου αρέσει να με παρακούν. Και θα χρησιμοποιήσω αυτήν την ευκαιρία για να σου θέσω το τελευταίο αίτημά μας που δεν πρέπει με τίποτα να αθετήσεις.
»Σε αφήσαμε να μείνεις με τους Νόθους αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορείς να φέρεις τα παιδιά τους. Κάνε το, και θα έχεις πόλεμο. Η φυλή σου θα σε καλέσει σύντομα. Είμαστε λίγοι και είσαι θηλυκό… έστω και μισό. Έχεις υποχρέωση σε εμάς, στον διαιωνισμό μας».
«Τι;» η Μελίνα αναφώνησε αναστατωμένη. «Τι έχετε πάθει όλοι με τον διαιωνισμό σήμερα; Στερημένοι!» απηύδησε. Η απάντησή της τράβηξε την προσοχή του Μάρκο, το αγόρι γύρισε με νεύρο προς το μέρος της και έμεινε να την κοιτάζει ανήσυχος. Ωστόσο αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στο επίμαχο θέμα τους.
«Κανένα από τα βρωμόσκυλα σας δεν θα την πλησιάσει», τους είπε με φωνή σιγανή σαν ψίθυρο. «Έχεις την απάντησή σου από τώρα, θα έχουμε πόλεμο. Αλλά σκέψου για λίγο. Αν η φυλή σου είναι τόσο σημαντική για εσένα όσο λες πως είναι, γιατί είσαι έτοιμος να την αφανίσεις; Γιατί με εμάς θα παλέψει κάθε αγέλη της Αθήνας με εξουσία, και πολλές… πολλές ακόμα. Και νομίζω πως θυμάσαι ότι έχουμε με το μέρος μας μια από τους πιο αρχαίους βρικόλακες και πολλούς ίσως λιγότερο δυνατούς.
»Μην ξεγελιέσαι, τη στιγμή που θα τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στα χωράφια μας, θα σας αφανίσουμε όλους. Πες μου, είσαι έτοιμος για αυτό;» τα λόγια του είχαν σίγουρα ταράξει τον Στέφανο, ακόμα και ο Εφιάλτης κοιτούσε τώρα την Μελίνα απογοητευμένος. Όμως το Σκυλί ήταν αυτό που έπραξε.
      Σε χρόνο ανείπωτο για εκείνη, αποκόπηκε από το πλήθος και χίμηξε στην Μελίνα. Ο Μάρκο όμως ήταν πολύ πιο γρήγορος. Τον έπιασε από τον λαιμό και τον κοπάνησε με δύναμη στο χώμα ενώ τα μάτια του δήλωναν πως ήθελε να του κάνει πολλά περισσότερα.





«Καλημέρα κούκλα».
«Καλημέρα», του απάντησε η κοπέλα καχύποπτα. «Καινούριο φλερτ;» τον ρώτησε δείχνοντας το κινητό του με νόημα.
«Τι…; Ε, όχι. Μιλάω με την Σίλια», της είπε αδιάφορα.
«Αχα…», η Μελίνα αντέτεινε δύσπιστη όμως το αγόρι δεν έδειχνε καν να την ακούει. Έτσι κάθισε σε μια καρέκλα και στήριξε το κεφάλι της στο τραπέζι. Σκεφτόταν αν ήταν καλή ιδέα να φάει κάτι ή αν θα το έβγαζε.
«Αυτά έχουν τα ξενύχτια Μέλα», της είπε το αγόρι περιπαικτικά. «Αλήθεια, τι ώρα γύρισες χθες; Πρέπει να ήταν πολύ αργά, έπεσα γύρω στις τρεις και εσύ δεν είχες γυρίσει ακόμα». Η Μελίνα τον κοίταξε παραξενευμένη αλλά δεν μίλησε. «Μην ανησυχείς, δεν θα το πω στον αρχηγό», πρόσθεσε κλείνοντας της το μάτι.
«Αλήθεια ε;» ο Δημήτρης είχε μόλις μπει στην κουζίνα και τώρα κοιτούσε τον Μιχάλη με μισό μάτι. Το αγόρι λούφαξε για λίγο αλλά ύστερα έστρεψε την προσοχή του και πάλι στα μηνύματά του. «Να μου πεις τι;» συνέχισε.
«Τι εννοείς;» η Μελίνα τους διέκοψε ταραγμένη. «Μιχάλη τι εννοείς ότι δεν ήμουν σπίτι; Έπεσα από τις δέκα»
Το αγόρι κοκάλωσε και για μια στιγμή, δεν ήξερε πως να απαντήσει. «Όχι Μέλα… έφυγες στις έντεκα και… εννοείς ότι ήπιες τόσο που δεν θυμάσαι τι έγινε, έτσι δεν είναι;» της είπε ξαφνικά συμμεριζόμενος την αγωνία της. Εκείνη τη στιγμή και το τελευταίο μέλος της αγέλης τους είχε κατέβει.
«Μιχάλη δεν πίνω και το ξέρεις, έπεσα για ύπνο από τις δέκα γιατί εσύ και ο Άρης μου έχετε βγάλει το λάδι και ήμουν πτώμα», του φώναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα της μεμιάς.
«Είσαι σίγουρη; Γιατί θα ορκιζόμουν ότι σε άκουσα να βγαίνεις γύρω στις έντεκα», ο Πέτρος της είπε διστακτικά.
«Δεν πήγα πουθενά!» φώναξε ακόμα πιο δυνατά και άρχισε να δακρύζει από τη σύγχυση.
Αυτό θα εξηγούσε την πρωινή της αδιαθεσία, αλλά πως μπορούσε να παραδεχτεί στον εαυτό της πως δεν είχε καμία ανάμνηση από το προηγούμενο βράδυ; Ειδικά όταν ο Κωμικός ήταν τριγύρω και είχε τους τρόπους τους να ανακατεύεται με το μυαλό της. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι μπορούσε να είχε γίνει.
«Δεν ξέρεις τι λες!» του είπε και έφυγε τρέχοντας, σπρώχνοντας τον Δημήτρη και τον Πέτρο που της έκλειναν το δρόμο, στην άκρη.
«Μελίνα!» ο Δημήτρης της φώναξε με πυγμή. Η κοπέλα πάγωσε στη θέση της και γύρισε ζαρωμένη προς το μέρος του.
«Μη μου φωνάζεις, δεν ξέρω τίποτα», έβαλε τα κλάματα.
Το αγόρι μετάνιωσε για την επίδρασή του επάνω της και την κράτησε στην αγκαλιά του. Με την άκρη του ματιού της η Μελίνα είδε μια γνώριμη σκιά και άφησε τον Δημήτρη για να αναζητήσει ένα πρόσωπο. Ήταν ο Μάρκο, έδειχνε κατάχλωμος και πολύ κουρασμένος. Σίγουρα όχι θυμωμένος που την έβλεπε στην αγκαλιά κάποιου άλλου… πόσο μάλλον του Δημήτρη. Έφερε τρεις δρασκελιές και στάθηκε ενώπιών της, κρατώντας το πρόσωπό της στα χέρια του για να την εξετάσει.
«Είσαι καλά; Τρελάθηκα όταν είδα πως είχες φύγει, μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» της είπε ταρακουνώντας την.
«Δεν έκανα τίποτα», του είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Περίμενε, εννοείς ότι ήταν μαζί σου;» ο Μιχάλης τον ρώτησε ανακουφισμένος από την ιδέα. Αλλά εκείνος δεν του έδωσε σημασία, όχι αρχικά τουλάχιστον, μόνο έμεινε να κοιτάζει την Μελίνα, να την κρατάει. «Γιατί η μικρή από εδώ δεν φαίνεται να θυμάται τίποτα».
Τότε ο Μάρκο γύρισε προς το μέρος του έντρομος, μόνο και μόνο για να γυρέψει το πρόσωπο της κοπέλας ξανά.
«Ήρθες από το σπίτι μου, παραμιλούσες και φώναζες. Μου ζητούσες να σε σταματήσω. Αναγκάστηκα να σε δέσω, σε πρόσεχα όλο το βράδυ αλλά πάνω που νόμιζα ότι είχες αποκοιμηθεί και σε έλυσα για να σε πάω στο κρεβάτι… δεν ξέρω, εξαφανίστηκες και πάλι».
«Τι ώρα εξαφανίστηκε;» τον ρώτησε ο Δημήτρης, προφανώς απογοητευμένος που  Μελίνα είχε αναζητήσει βοήθεια από εκείνον.
«Πριν μισή ώρα περίπου, ήρθα κατευθείαν εδώ γιατί…», το αγόρι δίστασε για λίγο αλλά τελικά συνέχισε. «Δεν θυμάσαι τίποτα;» απόρησε γυρνώντας στην Μελίνα.
Κοιτάζοντάς τον, αναμνήσεις άρχισαν να πυρπολούν το μυαλό της. Ήταν σα να την είχαν υπνωτίσει και η εικόνα του Μάρκο να ήταν το σήμα κατατεθέν της πως μπορούσε να ξυπνήσει. Μόνο μια ανάμνηση ωστόσο είχε σημασία.
«Μου ζήτησε να σκοτώσω τον Δημήτρη»...




 ...


Είχε σχεδόν φτάσει στην πόρτα της Καίτης όταν κάποιος τη χτύπησε με κάτι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Μετά σκοτάδι… για λίγο τουλάχιστον. Όταν ξύπνησε κάποιος της είχε φιμώσει το στόμα ενώ κατά κάποιον τρόπο κρατούσε το σώμα της σφιχτά πάνω στο δικό του έτσι ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί. Κρυβόντουσαν από κάτι ενώ αν δεν είχε παραισθήσεις από το χτύπημα, βρισκόντουσαν ακόμα στη σχολή. Προσπάθησε να κουνηθεί, να παλέψει, αλλά πρέπει να την είχαν ναρκώσει και μετά βίας κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά.
«Άντε, πάμε. Τι κάθεσαι;» άκουσε κάποιον να λέει.
«Περίμενε λίγο ακόμα για να είμαστε σίγουροι ότι έχουν πάει όλοι στις τάξεις τους… δν έπρεπε να σε ακούσω. Ήταν ανόητο να έρθουμε εδώ για να την πάρουμε. Αν κάτι πάει στραβά θα μας κυνηγήσει ολόκληρη η σχολή. Έπρεπε να την περιμένουμε έξω, εκεί θα είχε μόνο τα φιλαράκια της».
«Μη λες πολλά συνέρχεται». Και τότε τη χτύπησαν ξανά στο κεφάλι και έχασε πάλι τα αισθήσεις της.

Όταν συνήλθε βρισκόταν δεμένη σε μια καρέκλα σε ένα άδειο διαμέρισμα που μύριζε ψάρι, η επήρεια της νάρκωσης πρέπει να είχε αρχίσει να περνάει. Δεν ήταν μόνη της. Δύο άντρες στεκόντουσαν απέναντί της και όλα έδειχναν πως διαφωνούσαν πάνω σε κάτι. Όταν είδαν όμως πως είχε ξυπνήσει, άφησαν τις διαφορές τους κατά μέρος.
Ο ένας από αυτούς ήταν ιδιαίτερα λιγνός με καστανόξανθα λαδερά μαλλιά και άδεια καστανά μάτια. Ο άλλος ήταν λίγο πιο εύσωμος, είχε κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να του αποδίδουν κάποια ομορφιά αλλά δεν έδειχναν να έχουν αποτέλεσμα επάνω του.
«Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και μην κάνεις καμιά βλακεία», της είπε ο κοκκινομάλλης κοφτά.
«Πού είμαι;» η Μελίνα τον ρώτησε αδύναμα.
«Λες και θα σου πούμε», ο λιγνός της απάντησε περιμένοντας από τον σύντροφό του να συμμεριστεί κάποιο αστείο που ποτέ δεν είπε. Όταν αυτό δεν έγινε, σοβάρεψε απότομα.
«Ας πούμε ότι είσαι κάπου που τα φιλαράκια σου δεν θα σε βρουν ποτέ…



 ...

«Σαν πολύ ήσυχη δεν είσαι σήμερα;» η γιατρός έσπασε τη σιωπή. «Δεν ελπίζω να σκαρώνεις τίποτα».
«Το ίδιο θα έπρεπε να ρωτάω και εγώ εσένα. Τρομοκρατείς τον γάτο σου, φεύγεις από το ιατρείο… Πολύ ύποπτα μου φαίνονται όλα αυτά», η κοπέλα αντιμίλησε.
«Χρειάζεσαι έναν κατεργάρη για να καταλάβεις έναν κατεργάρη».
«Ναι αλλά δεν αποφάσισες να μπεις στα κόλπα λίγο αργά;» είπε χωρίς να το σκεφτεί. Είδε δύο φλέβες στο μέτωπό της να πετάνε για πρώτη φορά και ήξερε πως την είχε κάνει έξαλλη. Και όχι μόνο αυτό, εκείνη τη στιγμή σήκωνε τη βελόνα για να πάρει το αίμα της.
«Ααμμ… ξέρεις κάτι, θα έρθω μάλλον αύριο», της είπε και τινάχτηκε μεμιάς μακριά της. Ναι, θα φέρω και τον Μάρκο», σκέφτηκε φωναχτά. Το αγόρι της είχε το χάρισμα να την κάνει πάντα να νιώθει καλά, ακόμα και αν κάποια εξοργισμένη γιατρός προσπαθούσε να της ρουφήξει το αίμα.
«Γιατί; Κύλισε πάλι; Ήμουν σίγουρη πως το είχε αφήσει πίσω του. Άλλωστε είναι αρχηγός τώρα… είναι τόσο δυνατός», η Καίτη μουρμούρισε ανήσυχη… ξεχνώντας για λίγο το απρεπές σχόλιο της Μελίνας για την ηλικία της.
Δεν ήξερε γιατί αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να γυρίσει πίσω στην πρώτη της επίσκεψη στο Εργαστήρι, αλλά τώρα θυμόταν γλαφυρά την Καίτη να υπενθυμίζει στην Πηνελόπη πως υπήρχαν κάποιες ασθένειες που ακόμα και ένας αλλόμορφος δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Θυμόταν το πρόσωπο της γυναίκας… και πως αυτό σκοτείνιασε. Μιλούσε άραγε για τον γιό της;
«Πες μου τι ξέρεις!» της φώναξε άθελά της. Έσφιξε γερά τις γροθιές της και απαίτησε να μάθει την αλήθεια. «Για ποιον λόγο να κυλήσει; Πες μου τι ξέρεις! Τι είναι αυτά που έλεγες στην Πηνελόπη;» δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της και ένιωθε όλο και πιο ανήσυχη με το λεπτό.
Γιατί η Καίτη δεν της απαντούσε; Γιατί την κοιτούσε φοβισμένα; Σα να είχε μόλις πει κάτι που δεν έπρεπε.
«Όταν ήταν παιδάκι είχε πρόβλημα με την καρδούλα του. Ήταν πολύ αδύναμος, παραλίγο… παραλίγο να πεθάνει χρυσό μου», της εξομολογήθηκε με μάτια γεμάτα συμπόνια. Αλλά τι ήξερε εκείνη; Ήξερε πως είναι να μαθαίνεις ότι το άτομο που αγαπάς μπορεί ανά πάσα στιγμή να κατρακυλήσει πίσω σε κάτι που μπορεί να τον σκοτώσει;
«Τι θα πει αυτό;»



...


«Λανθασμένα παραδείγματα;» η Λίζα επανέλαβε μπερδεμένη.
«Ναι, παραδείγματα αλλόμορφων που πέρασαν τα όρια στη μεταμόρφωση και κατάφεραν να αλλάξουν σε... λοιπόν, τέρατα. Δίποδα πανύψηλα παραμορφωμένα ζώα». Τα λόγια του αυτά κατάφεραν να σωπάσουν και τα λίγα στόματα που είχαν παραμείνει ακόμα ανοιχτά σχολιάζοντας την απρόσμενη απουσία της καθηγήτριάς τους. Τώρα όλα τα βλέμματα στράφηκαν στον Βίκτωρα.
«Μπορεί να γίνει αυτό;» ο Μαρίνος έδωσε ένα τέλος στην ησυχία που επικρατούσε.
«Η Ερατώ δεν σας έχει πει τίποτα...; Χμ, η αλήθεια είναι ότι είναι λίγο σφιγμένη αλλά η τεραπλασία είναι κάτι που κάθε αλλομορφος πρέπει να ξέρει ώστε να αποφύγει να τη χρησιμοποιήσει κατά λάθος», μουρμούρισε σκεπτικός.
«Να χρησιμοποιήσει τι;» τον ρώτησε ο Άλεξ.
«Σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν κάποιος αλλόμορφος χάσει τελείως τον έλεγχο... είτε λόγο του στρες είτε επειδή δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του, η μεταμόρφωση που λαμβάνει χώρα ωθεί ό, τι έχει απομείνει από τη λογική του στις βαθύτερες γωνίες του μυαλού του και το σώμα του παίρνει μια δυνατότερη μορφή από τη συνήθης προκειμένου να προστατευτεί από την απειλή που αντιμετωπίζει. Όπως φανερώνει και το όνομα, είναι κάτι τερατώδες και ο αλλόμορφος χάνει τελείως τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του. Συνήθως διαρκεί για λίγα μόλις λεπτά αλλά αυτά είναι αρκετά για μια καταστροφή».
«Δηλαδή θα μπορούσε να στραφεί ακόμα και εναντίον των ίδιων του των φίλων;» η Αλίκη τον ρώτησε διστακτικά.
«Ναι, εκείνες τις στιγμές το μόνο που ενδιαφέρει εκείνο το πλάσμα είναι η επιβίωσή του και το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να σταθείς στον δρόμο του επικαλώντας αναμνήσεις που δεν μπορεί να αγγίξει. Αυτό για την ακρίβεια θα τον φέρει σε σύγχυση και η αντίδρασή του ίσως είναι ακραία»...









...

Ήξερε πως κάτι θα συνέβαινε, ήταν απόλυτα σίγουρη για αυτό.
Αλλά πως μπορούσε να τους πάρει μακριά; Να τους προστατέψει;
Λίγα βήματα αργότερα σκόνταψε σε ένα ανάχωμα. Έμεινε για λίγο πίσω, βαστώντας την καρδιά της πάνω από το στήθος της, προσπαθώντας να την κάνει να υπακούσει και να σταματήσει τον γρήγορο ρυθμό της. Τότε όμως πρόσεξε πως στο σημείο στο οποίο στεκόταν υπήρχε φρέσκο χώμα στον σχηματισμό ενός μη ευκλείδειου κύκλου.
Και τότε κατάλαβε...
«Κρύβονται στο χώμα!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε για να σιγουρευτεί πως όλοι μπορούσαν να την ακούσουν.
Και παρόλο που το συνειδητοποίησε αμέσως, δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Το χώμα κάτω από τα πόδια της άρχισε να κινείται γρήγορα, τραβώντας τη προς τα μέσα... όχι, δεν ήταν το χώμα αυτό που την τραβούσε αλλά χέρια. Ένα ζευγάρι χέρια που συνόδευε τον απρόσμενο αυτόν βρυχηθμό που πήγαζε από τα έγκατα της γης.
Η Μελίνα προσπάθησε να μπει μέσα στις σκιές αλλά η δύναμή της δεν λειτουργούσε, όχι όσο εκείνο το πλάσμα την ακουμπούσε.
«Μην τα αφήσετε να σας ακουμπή...». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Κάτι αναδύθηκε μέσα από τη γη και τα χέρια που κρατούσαν τα πόδια της, τώρα βρισκόντουσαν στο στόμα της σε χρόνο ντε τε.
Δεν μπορούσε να δει τίποτα πέρα από τα γεμάτα τρόμο μάτια του Δημήτρη ή τον αποτροπιασμό του Μιχάλη και του Πέτρου. Όμως μπορούσε να νιώσει. Και ό, τι και αν ήταν αυτό που την κρατούσε ήταν γιγάντιο, μυώδες και πολύ τριχωτό.
Τα νύχια από τα χέρια του γρατζουνούσαν το πρόσωπό της ενώ τα δάχτυλα του κρατούσαν ακόμη και τη μύτη της κλειστή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπνεύσει. Προσπαθούσε να ξεφύγει, πάλευε με νύχια και με δόντια. Όμως όσο περισσότερο πάλευε, τόσο πιο δυνατό γινόταν το κράτημά του. Τόσο δυνατό που ένιωσε ένα από τα πλευρά της να σπάει σα να ήταν ξερόκλαδο. Ήθελε να φωνάξει από τον πόνο, αλλά όντας αδύνατο να πάρει αέρα, η προσπάθεια και μόνο την έπνιγε.
        Είδε με δακρυσμένα μάτια τον Δημήτρη να τρέχει αλαφιασμένος προς το μέρος της, τότε άλλο ένα από εκείνα τα πλάσματα αναδύθηκε μέσα από το χώμα και στάθηκε στον δρόμο του...