Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Μελίνα, το πέπλο του σκότους


«Νόμιζα ότι θα με ρωτούσες γιατί σε βαφτίσαμε Νεκρολούλουδο.» της είπε αρνούμενος να δώσει μία απάντηση στις κατηγορίες της. Η σιωπή της παρότρυνε τον Εφιάλτη να περάσει σε εξηγήσεις. «Σε περιτριγυρίζει θάνατος, μαυρίζει την ψυχή σου. Το πέπλο των σκιών έχει πέσει πάνω σου, σε πνίγει. Οι Νόθοι δεν μπορούν να το δουν, είναι πολύ… πολιτισμένοι. Εμείς όμως μείναμε πιο κοντά στη φύση και τα δώρα της. Ένιωσα όλο αυτό το θάνατο γύρω σου. Είσαι λοιπόν σαν το λουλούδι που φυτρώνει μόνο εκεί που υπάρχει θάνατος.» προσπάθησε σκληρά για να αφήσει ασχολίαστη τη σχέση τους με τη φύση. Η φράση από μόνη της θύμιζε περισσότερο ατάκα από παιδικό βιβλίο για τους μικρούς ινδιάνους. Ωστόσο το πρώτο μισό της πρότασης του κατάφερε να της τραβήξει την προσοχή…

Η Μελίνα προσπαθεί να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στην Ιζαμπέλα και για να γίνει αυτό πρέπει να συνεχίσει την εκπαίδευση της. Τί γίνεται όμως όταν αυτό τη σκοτώνει; Τί γίνεται όταν η προσοχή της αποσπάται από τα μυστικά σχέδια του Δημήτρη και του Μάρκο; Όταν η ζωή της αλλάζει μέρα με η μέρα και πρόσωπα από το παρελθόν έρχονται για να φέρουν τα πάνω κάτω. Όταν της είναι αδύνατο πλέον να ελέγξει τον εαυτό της. Όταν η πραγματική της φάρα έρχεται να την ξεριζώσει από τη ζωή που ξέρει και τα πρόσωπα που αγαπάει. Όταν καλείται να πληρώσει που εισέβαλε σε έναν κόσμο στον οποίο κανείς ζωντανός δε θα έπρεπε ποτέ να περάσει…






Κρυφή ματιά στο βιβλίο.... 


Η διάθεση της Μελίνας είχε χαλάσει αλλά προσπαθούσε πολύ για να κρατήσει αυτό το αποτέλεσμα για τον εαυτό της εφόσον δεν ήθελε να χαλάσει τη μέρα του Μιχάλη. Ωστόσο δεν μπορούσε παρά να φτιάχνει σενάρια με το μυαλό της. Σενάρια που ήθελαν εκείνον και τον Πέτρο συνένοχο στο κίνημα που είχε ξεκινήσει ο Δημήτρης πίσω από την πλάτη της. Δεν κατάφερε να μιλήσει ξανά με τον Φράνκο, δεν ήθελαν να κινήσουν υποψίες οπότε ανέβαλαν τη συζήτηση τους.
Βοήθησαν τον Ξαβγιέρ να συμμαζέψει αλλά αυτό δεν άλλαξε τη διάθεση του άντρα που είχε πάρει την ιδέα του πάρτι ως βανδαλισμό. Τώρα ο Μιχάλης και ο Πέτρος μετέφεραν τα πορτρέτα τους στα δωμάτια τους ενώ η Μελίνα τάιζε τα γατάκια τους. Ο Δημήτρης έσκυψε για να φιλήσει το λαιμό της και κάθισε δίπλα της.
«Δεν πέρασες καλά.» δεν ήταν ερώτηση αλλά συμπέρασμα, ένα συμπέρασμα που δεν ήξερε αν έπρεπε να διαψεύσει ή όχι.
«Γιατί το λες αυτό;» το αγόρι την κοίταξε εξεταστικά και ύστερα ήρθε ακόμα πιο κοντά της.
«Τί συμβαίνει;»
«Εσύ να μου το πεις αυτό.» του είπε πριν προλάβει να το σκεφτεί.
«Τί εννοείς;» έδειχνε μπερδεμένος και αυτό την έκανε να αναρωτηθεί αν ο Φράνκο ήταν απλά υπερβολικός.
«Τίποτα.» μουρμούρισε αδιάφορα.
«Ξέρεις ότι δεν μπορείς να με ξεγελάσεις τόσο εύκολα.» επέμεινε παίζοντας με μία μπούκλα από τα μαλλιά της.
«Τί δουλειά έχεις με τον Μάρκο και τον πατέρα του;» κατένευσε ξέπνοα. Εκείνος ξαφνικά σοβάρεψε και έδειχνε να εκνευρίζεται.
«Ώστε αυτό σε ήθελε ο Φράνκο.»
«Μου λες ότι ισχύει; Ότι έχει δίκιο;» τον ρώτησε θυμωμένα.
«Με εμπιστεύεσαι;» τη ρώτησε κοιτώντας μέσα στα μάτια της με βλέμμα που έκαιγε τα σωθικά της.
«Όχι, δε θα παίξω αυτό το παιχνίδι!» δήλωσε κατηγορηματικά.
«Με εμπιστεύεσαι;» επέμεινε εκείνος. Το βλέμμα του την αποσυντόνιζε και η απάντηση την έπνιγε.
«Εσύ τι λες; Φυσικά και σε εμπιστεύομαι. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα κάτσω στην απ’ έξω και θα σε βλέπω να το παίζεις ιππότης.» του είπε σχεδόν κατηγορώντας τον που είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο για εκείνη.
«Πρέπει. Όσο ανακατεύεσαι έχουν περισσότερες ευκαιρίες να σε βάλουν στο χέρι.»
«Και πρέπει απλά να περιμένω να συμβεί κάτι άσχημο σε εσάς; Ποιος άλλος ξέρει για αυτό;» το αγόρι έμεινε να την κοιτάζει λίγο με βλέμμα ανεξιχνίαστο προτού της απαντήσει.
«Πρέπει να κοιμηθείς πριγκηπέσα.» κατένευσε φιλώντας τη γλυκά στο μάγουλο. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε να την αφήσει.
«Αυτό είναι όλο; Δεν έχεις να μου πεις τίποτα άλλο;» τον σταμάτησε ενώ μιμήθηκε το παράδειγμα του και τον ακολούθησε.
«Σ’ αγαπάω.» η ηρεμία στη φωνή του μετέφερε τόση ένταση που την έκανε να μουδιάσει, ενώ τα μάτια του ήταν σα να κοιτούσαν κάπου βαθύτερα, κάπου πέρα από την αμφίεση της.
«Αν πάθεις κάτι…» προσπάθησε να του εξηγήσει πως αν κάτι συνέβαινε σε εκείνον, θα πέθαινε. Και ήθελε να φανεί ψύχραιμη, αλλά τα μάτια της πλημύρισαν δάκρυα και ένιωθε το παράπονο να τη νικά. Έτσι τον παραμέρισε και έφυγε.
Δεν της άρεσε να τη βλέπουν να κλαίει. Πήγε στο δωμάτιο της και προσπάθησε να βγάλει το φόρεμα που φορούσε, αλλά βρισκόταν σε σύγχυση και τα χέρια της δεν μπορούσαν να συντονιστούν. Ο Δημήτρης την είχε ακολουθήσει και τη βοήθησε να βγάλει το φόρεμα όταν η κοπέλα δεν είχε καταλάβει καν πως βρισκόταν εκεί.
Αναπήδησε τρομαγμένη και παραπάτησε πατώντας το χείλος του φουστανιού της και πέφτοντας με τα γόνατα στο πάτωμα. Κάθισε εκεί περιμένοντας για το αγόρι να τη μιμηθεί. Αντί αυτού, εκείνος έμεινε να την κοιτάζει για λίγο σιωπηλός και μόνο τότε συμφώνησε με τις βουβές της προσδοκίες. Συμμάζεψε το φόρεμα της για να μην καθίσει πάνω σε αυτό και μετά βολεύτηκε στο πλευρό της.
«Τίποτα δε θα μου συμβεί.» της είπε καθησυχαστικά. Αλλά δεν τον πίστεψε. «Ακόμα όμως και έτσι να είναι… εσύ πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου.» πρόσθεσε σκυθρωπά.
«Τί λες;»
«Λέω ότι… ο Άρης… θα σε προσέχει.» του ήταν δύσκολο να παραδεχτεί πως αν κάτι συνέβαινε σε εκείνον, η Μελίνα έπρεπε να τα φτιάξει με τον Άρη. Η κοπέλα συγχύστηκε ακόμα περισσότερο και άρχισε να τον χτυπάει ακανόνιστα σε σώμα και πρόσωπο. Εκείνος ωστόσο απέκρουσε κάθε χτύπημα και την ακινητοποίησε κρατώντας σφιχτά τα χέρια της πίσω από την πλάτη του, φέρνοντας την έτσι πολύ κοντά του.
«Και εγώ τί υποτίθεται ότι πρέπει να απαντήσω σε αυτό; Ναι, μην ανησυχείς Δημήτρη. Θα τρέξω κατευθείαν στο κρεβάτι του. Θέλεις να σου πω τί θέλω να μου κάνει;» αντέτεινε θυμωμένα. Όμως τα λόγια της τον πλήγωναν και κατά συνέπεια και εκείνη. «Συγγνώμη, απλά… γιατί δε μου λες τί συμβαίνει;» είπε αφήνοντας το παράπονο να τη νικήσει.
«Πρέπει να κοιμηθείς.» της είπε πτοημένος από το θέμα τους.
«Μη φύγεις.» τον παρακάλεσε όταν κατάλαβε πως αυτός ήταν ο απώτερος σκοπός του…







 ...


Την είχε πάρει ο ύπνος δίπλα στη φωτιά όταν η Βαλ τη σκούντηξε. Κανείς άλλος δεν έδειχνε να είναι ξύπνιος, παρ’ όλα αυτά απομακρύνθηκε από τη φωτιά και βγήκε έξω από τη σπηλιά μέσα στην οποία είχαν κατασκηνώσει. Ο κρύος αέρας την έκανε να ανατριχιάσει και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον εαυτό της για να ζεσταθεί.
«Τί συμβαίνει;» τη ρώτησε ανήσυχη και κάπως ενοχλημένη που έπρεπε να χάσει τον ύπνο της.
Νομίζω ότι έκανα κάτι πολύ άσχημο. Της είπε κοιτώντας την με μάτια γεμάτα τύψεις.
«Τί έκανες δηλαδή;» τη ρώτησε επιφυλακτικά.
Δε σε άκουσα… δε σε άκουσα και τώρα πρέπει να σε αφήσω… Συνέχισε ακόμα πιο αναστατωμένη από πριν.
«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες.» της είπε αργά και σταθερά ελπίζοντας ο ρυθμός της φωνής της να την ηρεμίσει.
Έπρεπε να είχα φύγει όταν μου το ζήτησες… τώρα θύμωσαν. Λένε ότι δεν μπορείς να παίζεις μαζί τους. Της είπε σα να ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. Και ο μόνος λόγος που η Μελίνα μπορούσε να υποθέσει ότι δεν το είχε κάνει ακόμα, ήταν επειδή δεν ήταν ζωντανή.
«Ποιός έχει θυμώσει μαζί μου;» δεν χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις για να καταλάβει ότι τα λόγια του Άρη είχαν γίνει πραγματικότητα. Έπαιζε πολύ καιρό με έναν κόσμο στον οποίο δεν άνηκε και τώρα είχε έρθει η ώρα της να το πληρώσει. Την επόμενη κιόλας στιγμή, η κοπέλα άφησε μία κραυγή και έπεσε στα γόνατα. Η Μελίνα δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε πως μπορούσε να τη βοηθήσει. Αλλά ένιωθε ένα μέρος από τον πόνο της.
Η Βαλ μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα τους επειδή χρησιμοποιούσε ένα τμήμα του μυαλού της Μελίνας. Όταν εκείνη χτυπούσε, η Βαλ υπέφερε. Τώρα είχε έρθει η σειρά της να αναγνωρίσει αυτόν τον παράξενο δεσμό ανάμεσα τους. Αλλά δεν την επηρέαζε όσο το κορίτσι, ένιωθε μόνο έναν ελαφρύ πόνο στο πίσω μέρος του κρανίου της.
Συγγνώμη, προσπάθησα να πάρω το φταίξιμο επάνω μου αλλά δε με άκουγαν. Άνεμος φύσηξε και έριξε άμμο στο μάτια της. Όταν η Μελίνα τα άνοιξε και πάλι, η Βαλ είχε εξαφανιστεί. Και αυτή τη φορά θα ήταν για τα καλά. Δε γνώριζε πως το ήξερε, αλλά το ήξερε. Το στομάχι τη δέθηκε σε έναν σφιχτό κόμπο και ένιωθε το λαιμό της ξερό.
Παραξενεύτηκε όταν συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ένα κομμάτι από καμένο χαρτί. Παρά τις συνθήκες, η Βαλ είχε καταφέρει να της το μεταφέρει. Το άνοιξε προσεκτικά φοβούμενη ότι θα το σκίσει και προσπάθησε να δει τι έγραφε. Αλλά το πήρε ο αέρας. Είχε όμως μάθει αυτό της το μάθημα. Μπορεί να μην ήταν άσσος στη μετακίνηση, αλλά σίγουρα κατάφερε να κάνει εκείνο το μικρό χαρτάκι να επιστρέψει στα χέρια της. Ωστόσο ήταν πιο δύσκολο απ’ ότι θυμόταν. Κυρίως επειδή η μάζα του αντικειμένου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και αυτό η δυσκόλεψε να το φέρει κόντρα στον άνεμο.
Σκούπισε πρόχειρα με το χέρι της το αίμα που κύλησε από τη μύτη της και άνοιξε το ραβασάκι.

Συνάντησε με.
Οδός Σάμου 54.
Αύριο. Τα μεσάνυχτα.
Μόνη.









...




«Τί κάνει αυτή εδώ;» τον ρώτησε προτού προλάβει να σκεφτεί. Ο τόνος της δήλωνε ζήλια, ήταν ένα συναίσθημα που μούδιαζε το μυαλό της, αλλά δεν ήθελε να το εκλάβουν λάθος. «Με πούλησε στα Panwere… μου επιτέθηκε!»
«Και το έκανε για την ελευθερία της. Πιστεύω ακράδαντα στην ωριμότητα σου αλλά δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις πως είναι για έναν από εμάς να πεθαίνει από την πείνα κλεισμένος σε μία φυλακή που σου στερεί κάθε ίχνος δύναμης. Έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία, πίστευα ότι εσύ θα κατανοούσες τις πράξεις της. Υπήρξες φυλακισμένη.» της εξήγησε ταραγμένος από το ξέσπασμα της.
«Ξέχασες να αναφέρεις ότι τώρα θα βρεις την ησυχία σου και θα ζήσεις τον απαγορευμένο σου έρωτα. Εννοώ ότι εφόσον με φορτωθούν οι δικοί μου, δε θα υπάρχει λόγος να ενδιαφέρεσαι!» δεν ήξερε για πιο λόγο είχε αφήσει τον εαυτό της να ξεστομίσει αυτά τα λόγια.
Τον είχε πληγώσει, το είδε στα μάτια του. Αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Τώρα πλέον καταλάβαινε ότι ήταν λάθος της να εισακούσει στο κάλεσμα του Άρη προτού σταματήσει στην Καίτη. Η πείνα της είχε γεμίσει το κεφάλι της και η λογική της ήταν μία αδύναμη φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού της. Όταν όμως είδε την απήχηση που είχαν τα λόγια της στον άντρα, πισωπάτησε μουδιασμένη… ζαλισμένη. Αλλά και πάλι, δεν ήταν ικανή να ανακτήσει τον έλεγχο.
«Πώς τολμάς;» της είπε η Μόνικα εξοργισμένη. Ήταν έτοιμη να χιμήξει στην Μελίνα αλλά ο Άρης τη συγκράτησε. Και τότε το είδε. Το πρόσωπο του Άρη ήταν και πάλι γνώριμο. Δεν το είχε προσέξει, αλλά υπήρχε κάτι το διαφορετικό πρωτύτερα. Ήταν… μια φρεσκάδα, μια παιδικότητα που το πρόσωπο του δεν είχε ποτέ. Και του το είχε στερήσει. Αυτό την τσάκισε.
«Δεν χρειάζεται να πας μαζί τους αν δεν το θελήσεις. Όμως θα ήταν καλό και για εσένα να γνωρίσεις μερικούς από τους δικούς σου ανθρώπους. Μπορεί να σε βοηθήσουν.» της εξήγησε ήρεμα ο διευθυντής.
«Και τότε γιατί φοβήθηκες χθες;» τον ρώτησε με πρωτοφανή για το ξέσπασμα της ηρεμία. Η έλλειψη οποιασδήποτε απάντησης της έδωσε την αφορμή να συνεχίσει. «…κοίτα να δεις… και εγώ που νόμιζα ότι ήμουν με τους δικούς μου ανθρώπους.» δεν είχε καταλάβει πως η Μόνικα δεν ήταν η μόνη που βρισκόταν υπό περιορισμό. Ο Δημήτρης είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω της προφανώς φοβούμενος ότι το κορίτσι θα επιτίθονταν στη Μόνικα. Το κεφάλι της βομβαρδίζονταν ακόμα από βίαιες ιδέες, ήθελε να ξεσπάσει και ήξερε πως θα το έκανε με την πρώτη ευκαιρία αλλά ήλπιζε να μη της δοθεί.
«Τί νομίζεις ότι σε κάνει τόσο σημαντική;» αναρωτήθηκε η γυναίκα μισώντας την για αυτό που είδε στο πρόσωπο του Άρη. «Κοίτα γύρω σου; Πόσα άτομα πρέπει να ασχοληθούν μαζί σου για να τονίσουν τον εγωισμό σου; Γιατί δε δοκιμάζεις να σταθείς στα πόδια σου; Όπως έκανα και εγώ; Για να δούμε πόσο γενναία θα είσαι όταν θα πρέπει να σταθείς μόνη σου. Ο Άρης είναι δικός μου!»
«Αν δεν ήμουν εγώ, δε θα στεκόσουν εκεί που στέκεσαι! Μη μου μιλάς σα να…» αυτό ήταν….
Τα χέρια της γέμισαν φλόγες και η μύτη της άνοιξε. Το αίμα έρευσε άφθονο δελεάζοντας τη Μόνικα και τον Άρη. Αλλά αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα της. Όλο το δωμάτιο είχε γεμίσει σκιές μέσα από τις οποίες αναδυόταν εκείνη η τερατόμορφη φιγούρα που σε αντίθεση με άλλες φορές, τώρα ερχόταν κατά πάνω της. Δεν ήξερε αν ο φόβος ήταν αυτό που την επανέφερε σε τάξη, αλλά ξαφνικά είχε καλύτερη συναίσθηση του τι συνέβαινε γύρω της.
Η σάρκα της καιγόταν από τη φωτιά που τύλιγε τα χέρια της, το δωμάτιο είχε γεμίσει από σκιές και φλόγες μέσα στις οποίες ξεχώριζαν τα θολά πρόσωπα του Άρη και της Μόνικα. Παρόλο που ο διευθυντής τους συγκρατούσε την πεινασμένη γυναίκα, έδειχνε να δυσκολεύεται να ελέγξει τη δική του δίψα.
Δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν να τη δει σε αυτή την κατάσταση αλλά η Μαργαρίτα θα πρόσεχε την απουσία της αν επέλεγε να φύγει μέσω των σκιών και όχι της εξόδου…







...

Τότε άκουσε ομιλίες και έτρεξε στο σαλόνι για να υποδεχτεί τους φίλους της. Αλλά κανείς δεν ήταν εκεί. Ξαφνικά ένιωσε να κρυώνει και έτριψε τα μπράτσα της για να ζεσταθεί. Όμως τότε ένιωσε κάτι υγρό ανάμεσα στα χέρια της.
Ήταν αίμα.
Ή τουλάχιστον μύριζε σαν αίμα, ήταν μαύρο και έσταζε από τις σκιές που είχαν κυκλώσει το δωμάτιο.
«Είναι ώρα.» άκουσε εκείνη τη γνώριμη αντρική φωνή να της λέει.
Ένιωσε ρίγη να απλώνονται σε όλο της το σώμα ενώ γύρισε αργά προς το μέρος του. Δεν κατάφερε να δει το πρόσωπο του ούτε αυτή τη φορά, παρόλο που ο άντρας στεκόταν λίγα μόλις εκατοστά απέναντι της. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ μανδύα με κουκούλα που κάλυπτε σχεδόν ολάκερο το πρόσωπο του. Το δέρμα που ήταν ακόμα εκτεθειμένο, ήταν καλυμμένο με αίμα.
Φοβόταν και δεν μπορούσε να το κρύψει. Τα χέρια του άντρα κινήθηκαν αργά προς την κουκούλα. Ήταν έτοιμος να αποκαλύψει το πρόσωπο του όταν η Μελίνα άρχισε να ουρλιάζει. Δεν ήξερε για ποιο λόγο το έκανε, αλλά όσο πιο δυνατά φώναζε τόσο μεγάλωνε ο φόβος της… τόσο εξαπλώνονταν ο πάγος μέσα της. Οπισθοχώρησε μερικά βήματα και ύστερα σκόνταψε στον καναπέ καταλήγοντας να ξαπλώσει σε αυτόν. Το αίμα είχε λιμνάσει επάνω του πασαλείβοντας την…




...

«Δεν μπορώ να σε καταλάβω Μελίνα… μα το Θεό, δεν μπορώ. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Αφού μπορούμε να είμαστε μαζί. Πόσες φορές πρέπει να σου πω πόσο σε αγαπάω;»
«Αλλά δεν μπορείς να ζήσεις μακριά της. Πάντα θα γυρνάς σε εκείνη. Ίσως… ίσως τα έχεις μπερδέψει. Ίσως νομίζεις ότι με αγαπάς αλλά στην ουσία είναι ο δεσμός μας που μιλάει. Ξέρεις, μιας και είμαστε στην ίδια αγέλη. Μπορεί απλά να το μπερδεύεις.»
«Δεν είναι έτσι και το ξέρεις.» της είπε προσβεβλημένος. Η Μελίνα ένευσε καταφατικά. «Γιατί λοιπόν;»
«Γιατί πάντα θα φοβάμαι ότι θα σε χάσω. Και δε θέλω να φοβάμαι. Γιατί πάντα θα κατηγορώ τον εαυτό μου ότι σε κρατάω μακριά της. Όπως οι σειρήνες κρατάνε τους ναυτικούς μακριά από τις οικογένειες τους. Και δε θέλω να είμαι μία σειρήνα. Γιατί πάντα θα αναρωτιέμαι αν τη σκέφτεσαι… γιατί πάντα θα θυμάμαι ότι δεν ήμουν αρκετή… ότι ήσουν μαζί μου και πάλι επέλεξες εκείνη.» είχε ξεσπάσει και πάλι σε κλάματα.
«Ήμουν αδύναμος.» σχεδόν ψιθύρισε. Αλλά το έβλεπε στα μάτια του, αναγνώριζε το δίκιο της.
«Δεν είσαι. Γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι ακόμα και τώρα δε θα το έπαιρνες πίσω. Θα κοιμόσουν και πάλι μαζί της. Γιατί ξέρεις ότι θέλεις να το κάνεις ξανά.» τα επιχειρήματα της τον είχαν σοκάρει.
«Τί κάνετε τόσ…» ο Πέτρος είχε μόλις μπει και πάλι στο σαλόνι. Τόσο εκείνος, όσο και οι υπόλοιποι, περίμεναν τον Δημήτρη στο αμάξι. Προφανώς είχαν βαρεθεί και έστειλαν κάποιον να τον τραβήξει έξω. «Ααμμ… διακόπτω, έτσι δεν είναι;» τους ρώτησε ο νεοφερμένος αμήχανα.
«Όχι, έλεγα στον Δημήτρη ότι έχει ξεχάσει να φορέσει το φυλαχτό του.» η Μελίνα τον καθησύχασε με ένα χαμόγελο. Λίγο προτού συνεχίσει το δρόμο της για το δωμάτιο της. Άκουσε τον Δημήτρη να βρίζει, τώρα καταλάβαινε γιατί η Μελίνα ήξερε για την έλλειψη μεταμέλειας όσο αφορούσε τις πράξεις του. «Το ξέρω ότι με αγαπάς… απλά σε αυτήν την ιστορία, αυτό δεν είναι αρκετό.» μουρμούρισε ξέροντας ότι ο Δημήτρης μπορούσε να την ακούσει. 







...


 
«Συγγνώμη για…»
«Δεν με ενδιαφέρει αν ξεσπάς επάνω μου, με ενδιαφέρει μόνο να τρέφεσαι. Αυτό σε κρατάει ζωντανή Μελίνα. Χρειάζεσαι το αίμα αλλά αν καταλάβουν ότι η έλλειψη σε κάνει αδύναμη, φυσικά και θα προσπαθήσουν να σε καταλάβουν.» μιλούσε για τα πνεύματα, δε χωρούσε αμφιβολία γι’ αυτό. Όμως…
«Τί εννοείς, να με καταβάλουν;»
«Προσπαθούν να ρουφήξουν τη ζωή μέσα από εσένα. Όταν είσαι δυνατή δεν το καταλαβαίνεις. Όμως όταν δεν είσαι, εκείνοι είναι σε πλεονάζουσα θέση. Μελίνα, δεν έχω ιδέα τι μπορεί να σου κάνουν αλλά δε σκοπεύω να μείνω άπραγος και να σε βλέπω να βλάπτεις τον εαυτό σου. Πρέπει να τρέφεσαι.» συνέχισε να επαναλαμβάνει.
«Βλέπω το έψαξες.» του είπε προσπαθώντας να ελαφρύνει λίγο το κλίμα.
«Η Μόνικα το έψαξε για εμένα. Δίπλα της νιώθω σαν πρωτάρης… ανησύχησα για εσένα.»




                                                                                   





Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Μελίνα, ο κόσμος των σκιών


«Κρίμα, είναι πολύ νέος για να πεθάνει.» ο Τόμας είχε εμφανιστεί από το πουθενά δίπλα της. Το κορίτσι αναπήδησε στο άκουσμα της φωνής του αλλά δεν έβγαλε άχνα. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε ανάμεσα στον Τόμας και τον Πέτρο, ανίκανη να πιστέψει τα λεγόμενα του πρώτου.
«Τί;» κατάφερε να πει με μάτια που είχαν βουρκώσει, αλλά κανένας δεν το είχε προσέξει. Κανένας δεν κατάλαβε ότι έτρεμε, ότι στεκόταν τρομοκρατημένη ακριβώς από πίσω τους. Όλοι χαμογελούσαν και πείραζαν ο ένας τον άλλο.
«Η Σκιά, είναι σημάδι. Έχεις τρεις μέρες. Μετά είναι δικός τους.» ο Τόμας τη φίλησε στο μάγουλο και χάθηκε προτού η Μελίνα προλάβει να αντιδράσει.
Τώρα η Σκιά απλωνόταν ολοένα και περισσότερο τραβώντας τον Πέτρο μέσα σε αυτήν.


Δεν έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που η Μελίνα ήρθε για πρώτη φορά ενώπιον μίας αρχαίας φάρας βρικολάκων που εποφθαλμιούσε το αίμα της και ό, τι αυτό φυλούσε κρυμμένο, τώρα έρχεται να αντιμετωπίσει κάτι μεγαλύτερο ακόμα και από τη ζωή.
Βρίσκεται σε συνεχής διαμάχες με τον ίδιο της τον εαυτό ενώ καλείται να παλέψει με σκιές και πλάσματα από μία μαγεία δυνατότερη από τη δική της. Στην πορεία της όμως για τη λύση που αναζητά, οι επιλογές της την έχουν παγιδέψει ανάμεσα σε δύο κόσμους, και οι δύο από τους οποίους την διεκδικούν εξίσου. Σε αυτόν τον πόλεμο οι νεκροί της έχουν χαρίσει το υπέρτατο δώρο, αλλά ποιο θα είναι το αντίκτυπο;
Η φύση της την αλλάζει συνεχώς, ενώ στο δρόμο της μπαίνουν οι αγέλες της Αθήνας, διεκδικώντας ένα κομμάτι εξουσίας από το μερτικό των Θεατρίνων.
Τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο, ακόμα και όσα πίστευε πως δε θα άλλαζαν ποτέ...

 Κρυφή ματια στο βιβλίο....

«Λοιπόν κούκλα, πως πήγε σήμερα το μάθημα;» τη ρώτησε ο δεύτερος.
«Αν μπορούσα να μελανιάσω θα είχα σημαδέψει όλο μου το σώμα. Ελπίζω το διάβασμα σου να πήγε καλά.» του είπε με τρόπο. Η Μελίνα απολάμβανε ιδιαίτερα τις στιγμές που έκανε τον Μιχάλη να νιώθει αμήχανα. Ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και όταν τον στρίμωχναν έβρισκε πάντα έναν τρόπο διαφυγής μέσω του χιούμορ του.
«Να... σχετικά με αυτό…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά η Μελίνα τον διέκοψε και του χαμογέλασε γλυκά.
«Χαλάρωσε. Δεν είσαι υποχρεωμένος να σπαταλάς την ώρα σου με εμένα. Αν και πρέπει να ομολογήσω ότι μου έλειψες πολύ σήμερα.» καθώς μιλούσε ταχτοποιούσε τα πράγματα της κάτω από το θρανίο της. Όμως καθώς έσκυβε η μπλούζα της γλίστρησε πάνω στο δεξί της ώμο φανερώνοντας μια μεγάλη μελανιά. Δεν πονούσε, αλλά αυτό το σημάδι δεν έπρεπε να υπάρχει. Το έκρυψε προτού προλάβει να το δει κανείς… ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε προτού συναντήσει το ανήσυχο βλέμμα του Μάρκο στην άλλη άκρη της αίθουσας.
«Μέλα, δεν σπαταλάω το χρόνο μου. Μου αρέσει να σε βλέπω να ταπεινώνεσαι.» ο Μιχάλης απέσπασε την προσοχή της όμως η κοπέλα έδειχνε να είχε ξεχάσει τα μικρά τους πειράγματα. «Αλήθεια, είναι η καλύτερη ώρα της ημέρας μου.»
«Είσαι σκέτος ιππότης Μιχάλη.» τον πείραξε εκείνη μπαίνοντας ξανά στο κλίμα. Έριξε μια ανήσυχη ματιά στον Μάρκο πάνω από τον ώμο της. Δεν είχε πάρει τα μάτια του από επάνω της, όχι πως δεν είχε συναίσθηση της προσοχής του και χωρίς να κοιτάξει. Κατά έναν περίεργο λόγο, πάντα τον καταλάβαινε όταν βρισκόταν τριγύρω. Πάντα τον ένιωθε κοντά της.
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι…» επέμεινε ο Μιχάλης.
«Βαριόσουνα. Το καταλαβαίνω.» η αλήθεια ήταν ότι πριν από λίγες στιγμές η συμπεριφορά του Μιχάλη εκείνο το πρωί την είχε πειράξει. Πολύ. Αλλά δεν μπορούσε να δώσει την ίδια σημασία στο περιστατικό πλέον. Οπότε της ήταν εύκολο να επιστρατέψει το καλύτερο χαμόγελο της.
Η Ερατώ, η καθηγήτρια τους στα μαθήματα που αφορούσαν τη Μεταμόρφωση, ξερόβηξε. Ήταν το σύνθημα της, το μάθημα είχε ξεκινήσει.
«Όπως φαντάζομαι πως ήδη ξέρετε, αυτό το μάθημα αφορά τη μερική μεταμόρφωση του σώματος σας. Αυτό σημαίνει πως, ου μη γένοιτο, κατά τη διάρκεια μίας μάχης μπορείτε να μεταμορφώσετε τα άκρα σας. Δε θέλω να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, δε θα αποκτήσετε πατούσες. Απλά, μπορεί να μεταβληθεί η οδοντοστοιχία σας ή τα χέρια σας θα υποστούν παραμόρφωση, θα γίνουν πιο... ζωώδη. Αυτό είναι μεγάλο προνόμιο για εσένα Πέτρο. Τα νύχια της αρκούδας είναι ένα πολύ επικίνδυνο όπλο και ανθεκτικό.» η Μελίνα σκούντηξε παιχνιδιάρικα τα πλευρά του Πέτρου βασιζόμενη στην αναφορά της καθηγήτριας της και του χαμογέλασε, εκείνος κοκορεύτηκε για λίγο κερδίζοντας την ψήφο των συμφοιτητών του όμως ένα και μόνο βλέμμα από την καθηγήτρια τους ήταν ικανό να βάλει και πάλι τάξη. «Θα μπορούσατε επίσης να αναπτύξετε ένα άκρο που το ανθρώπινο σώμα σας δεν έχει.»
«Εννοείται ουρά;» ρώτησε ένα ξανθό αγόρι του οποίου το όνομα η Μελίνα αγνοούσε.
«Ναι, Μαρίνο. Αυτό εννοώ. Μπορεί επίσης να είναι φτερά... για τις αναλογίες ενός ανθρώπου φυσικά. Λοιπόν, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να νιώσετε το ζωώδες άκρο σας σα να αποτελεί ήδη μέρος του σώματος σας. Αν ασκήσετε πίεση στους καρπούς σας θα είναι πιο εύκολο και…»

 ...
Στο όνειρο της βρισκόταν στο νεκροταφείο που ήταν κρυμμένο στο δάσος και έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μετά από λίγο δεν υπήρχαν πλέον τάφοι παρά μόνο δέντρα και το ποτάμι. Δεν ήξερε για ποιο λόγο έτρεχε, ούτε για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί. Απλά έτρεχε. Αρκετά γρήγορα για να μη σταματήσει εγκαίρως  για το γκρεμό που απλωνόταν μπροστά της. Πρόλαβε ωστόσο να γραπωθεί από μία ρίζα.
Τότε ο Τόμας, το πνεύμα που την είχε βοηθήσει να βρει τον τελευταίο απόγονο του Κωμικού στο προηγούμενο εξάμηνο, άπλωνε το χέρι του ως βοήθεια προς εκείνη. Όμως το χέρι του ήταν άυλο και η Μελίνα συνέχισε να πέφτει. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν όταν ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα, ακόμα καθισμένη στις τουαλέτες, ήταν το χαμόγελο του. Μεγάλο, σαρδόνιο... ειρωνικό.
Σηκώθηκε με ένα τίναγμα και αφού έδωσε στον εαυτό της λίγο χρόνο για να συνέλθει, στάθηκε μουδιασμένη. Ένιωσε τον πονοκέφαλο να υποχωρεί έως ότου εξαφανίστηκε. Το ρολόι στο χέρι της έδειχνε πως ήταν περασμένες δέκα το βράδυ. Έτσι άνοιξε την πόρτα πιασμένη και πήρε το δρόμο για το δωμάτιο της. Οι διάδρομοι ήταν έρημοι. Η πλειοψηφία των μαθητών είχε τώρα αποχωρίσει από το χώρο της σχολής και αυτοί που παρέμεναν ήταν αυτοί που έμεναν στην εστία.




...

Εκείνο το βράδυ ο ύπνος της ήταν ήσυχος... τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί πάλι σε εκείνο το δάσος. Καθόταν οκλαδόν μπροστά από έναν πέτρινο τάφο. Τα γράμματα στην ταφόπλακα είχαν ξεθωριάσει και μονάχα η ημερομηνία και εκείνες οι τρεις λέξεις φαινόντουσαν πλέον.


1957-1989
για πάντα φυλακισμένος

Κάποιος είχε σπάσει το σταυρό και ότι είχε απομείνει από αυτόν, είχε βαφτεί με κόκκινη μπογιά. Ο αέρας είχε σκορπίσει τα αποξηραμένα τριαντάφυλλα και το βάζο που κάποτε στεκόντουσαν είχε γίνει θρύψαλα.
«Σε περίμενα.» άκουσε μια αντρική φωνή να της λέει. Γύρισε τρομαγμένη προς το μέρος του. Οι καστανές του μπούκλες έφταναν ως την ωμοπλάτη του και τα μάτια του ήταν μαύρα σαν την άβυσσο. Της χαμογελούσε αλλά το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και παγωμένο.
«Γιατί;» τον ρώτησε με δυσκολία.
«Χα, δε θα με ρωτήσεις καν ποιος είμαι; Δεν έχεις την περιέργεια να δεις σε ποιον μιλάς;»
«Γιατί με περίμενες;» η Μελίνα σηκώθηκε όρθια και πλησίασε τον άντρα που έβλεπε τόσο συχνά στα όνειρα της.
«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά θα μάθω σύντομα. Να είσαι σίγουρη για αυτό.» της είπε προτού χαθεί μέσα στην ομίχλη που ξέσπασε ξαφνικά.
«Περίμενε!» του φώναξε η Μελίνα.
Έτρεξε από πίσω του, αλλά η ομίχλη ήταν πολύ πυκνή και πολύ σύντομα είχε χάσει τα ίχνη του και κάθε ιδέα για το που βρισκόταν. Σκόνταψε στη ρίζα του δέντρου και έπεσε μέσα στο ρυάκι. Στην αντανάκλαση του νερού είδε τον άσπρο λύκο να αιωρείται στο κενό ενώ της επιτίθονταν. Η Μελίνα κύλισε στο πλάι και ένιωσε τις πέτρες να σκίζουν το δέρμα της όμως οι πληγές της δεν μπορούσαν να επουλωθούν. Η μυρωδιά του αίματος υπνώτιζε το λύκο που τώρα σκεφτόταν την επόμενη επίθεση του. Ζύγιζε με το βλέμμα του την Μελίνα και σε χρόνο μιας αναπνοής, πήδησε πάλι στον αέρα για να της επιτεθεί. Την προσπάθεια του όμως σταμάτησε το μαύρο πούμα που πετάχτηκε από το πουθενά.
Σηκώθηκε με ένα τίναγμα, χλομή και καταϊδρωμένη. Έψαξε για το τραύμα στο χέρι της, τη μόνη απόδειξη ότι δεν είχε χάσει το μυαλό της ακόμα. Αλλά δεν ήταν εκεί. Έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της. Με μια κρυφή ματιά στο ρολόι επάνω στο κομοδίνο της, είδε ότι ήταν περασμένες τρεις το χάραμα.