Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Μελίνα, σκοτεινές ψυχές



 Μελίνα, σκοτεινές ψυχές

 

 


Τόσο καιρό πολεμούσαν με τέρατα, τώρα όμως μαθαίνουν πως εκείνοι είναι αυτοί που κινδυνεύουν να γίνουν το τέρας.
Η φυλή της Μελίνας στρέφεται εναντίον της και ο Κωμικός είναι πλέον μια απειλή με σάρκα και οστά και τη θέλει μόνο για εκείνον. Ποιος θα είναι ο τελικός νικητής στο παιχνίδι που έχει σχεδιάσει για όλους τους ο Νικολά;
Ποιος θα είναι αυτός που θα πάρει τη θέση του στον κόσμο των σκιών;
 


 

 Κρυφή ματιά στο βιβλίο...

Λίγα βήματα αργότερα όμως κάποιος τη σταμάτησε. Η Μελίνα γύρισε παραξενευμένη και είδε τον Δημήτρη να την κρατάει από το μπράτσο. Η κοπέλα τίναξε το χέρι του μακριά και προσπάθησε να φύγει και πάλι. Ήταν έξαλλη μαζί του. Εκείνος όμως δεν την άφησε. Στάθηκε μπροστά της και της έκλεισε τον δρόμο.
«Θέλεις κάτι;» η Μελίνα τον ρώτησε θυμωμένα.
«Μην μου θυμώνεις Μελίνα, ξέρεις την Άννα».
«Και επειδή την ξέρω πρέπει να κάθομαι και να δέχομαι τις προσβολές της; Η κοπέλα είναι κολλημένη… και εσύ την αφήνεις να μου μιλάει έτσι!» ύψωσε τον τόνο της φωνής της άθελά της.
«Και τι θες να κάνω;» της φώναξε αγανακτισμένος, ταρακουνώντας την από τους ώμους. «Έχω κουραστεί Μελίνα, δεν μπορώ πια να είμαι ανάμεσά σας, να ψάχνω για όρια!» ξέσπασε. Έφερε μια βόλτα γύρω από τον εαυτό του και μετά ηρέμισε και πάλι, την κοίταξε στα μάτια παρακλητικά και περίμενε.
«Και το καταλαβαίνω… αλλά εγώ δεν της έκανα τίποτα και εκείνη συνεχώς με προσβάλει. Πες μου, τι έκανα εγώ για να σε φέρω σε δύσκολη θέση; Δεν περιμένω να φέρεσαι σαν το αγόρι μου Δημήτρη, αλλά το να κάνεις πως δεν ακούς είναι άλλο πράγμα».
«Δεν είναι κακός άνθρωπος… απλά παρορμητική».
«Α εντάξει, αυτό τα διορθώνει όλα. Τι άλλο; Μήπως σου ζήτησε να φύγω και από το σπίτι;» απλά υπερέβαλε, ήταν θυμωμένη και ήθελε να το βγάλει από μέσα της. Αλλά η σιωπή του της έδωσε μια απάντηση που δεν ήθελε να ξέρει. «Στο ζήτησε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε πληγωμένη από την παύση του. «Εντάξει, πες πως έγινε». Ανάγκασε τον εαυτό της να χαμογελάσει αλλά ήταν ακόμα θυμωμένη, αυτό τις περισσότερες φορές ισοδυναμούσε με δάκρια και αυτή η περίπτωση δεν διέφερε.





 ...


«Πάμε;» ο Ιούλιος τη ρώτησε ευγενικά;
Η Μελίνα πάντα πίστευε πως ήταν ένα πάρα πολύ όμορφο αγόρι, όμως κάτι είχε αλλάξει. Εκείνο το πρωί ήταν ακόμα πιο όμορφος, το χαμόγελο του είχε αλλάξει.
«Πάμε», η Μελίνα συμφώνησε δαγκώνοντας το χείλος της για να μην γελάσει. Μπορούσε να σκεφτεί μονάχα έναν λόγο για εκείνη την αλλαγή και ήξερε με σιγουριά πως το προηγούμενο βράδυ η Μαρία ήταν μαζί του. Δεν άργησε πολύ για να συνδυάσει τα κομμάτια του πάζλ. «Λοιπόν… πως περάσατε με την Μαρία χθες;» δεν κρατήθηκε και άρχισε να τον πειράζει. Από το ύφος της και μόνο ο Ιούλιος κατάλαβε πως ήξερε το μικρό τους μυστικό και κοκάλωσε ολόκληρος. Ο Φράνκο βρισκόταν μονάχα δύο βήματα μπροστά αλλά δεν έδειχνε να ακούει τη μικρή τους συζήτηση. Αυτό έδωσε το θάρρος στο αγόρι να συνεχίσει.
«Μίλησες με τη Μαρία;» τη ρώτησε διστακτικά.
«Όχι, αλλά μόλις επιβεβαίωσες τις υποψίες μου», του είπε χαρωπά. Ο Ιούλιος μουρμούρισε κάτι ανεπαίσθητο αλλά η Μελίνα ήξερε πως κατηγορούσε τον εαυτό του που είχε πέσει στην παγίδα της.
«Έλα τώρα, λάμπεις ολόκληρος… χαλάρωσε, το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου», του ψιθύρισε.
«Αρραβωνιαστήκαμε χθες», είπε μέσα από τα δόντια του. Και πάνω που η Μελίνα ήταν έτοιμη να φωνάξει, εκείνος της κράτησε το στόμα. Αυτό όμως κίνησε τις υποψίες του Φράνκο που αισθάνθηκε ότι κάτι γινόταν πίσω από την πλάτη του και γύρισε για να δει τι συνέβαινε.
«Τι κάνετε εσείς εκεί πίσω;» γκρίνιαξε.
«Τίποτα… απλά προειδοποιώ τον φίλο σου να προσέχει τη… φίλη μου», η Μελίνα του έδωσε την απάντηση που έψαχνε αφού πρώτα σκούντηξε το αγόρι δίπλα της στα πλευρά.
«Το ξέρεις ότι έχουμε μερική μεταμόρφωση και έχουμε ήδη αργήσει δέκα πέντε λεπτά, έτσι; Εγώ θα ανησυχούσα περισσότερο για το τι θα έκανε η Ερατώ σε εσένα παρά για τη φίλη σου. Έχεις προσέξει πως δεν είσαι η αδυναμία της, έτσι; Ή νομίζεις ότι ο Άρης θα σε ξελασπώνει συνέχεια; Άλλωστε ο Ιούλιος είναι το μαύρο μας πρόβατο, δεν έχει αγγίξει τη φίλη σου… κυριολεκτικά, δεν την έχει αγγίξει».
«Και τι σε νοιάζει εσένα;» η Μελίνα του επιτέθηκε με μιας.
«Απλά λέω ότι είναι αφύσικο», είπε μέσα από τα δόντια του.
«Και εγώ λέω ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να σταματήσει εδώ», ο Ιούλιος έβαλε ένα τέλος σε αυτό. Η Μελίνα ήθελε να το συνεχίσει, όμως ο Φράνκο σεβάστηκε τη γνώμη του φίλου του και δεν της δόθηκε η αφορμή. Άλλωστε, την προσοχή της είχε κερδίσει κάτι άλλο.
Έλα σε εμένα… άκουσε τη φωνή κάποιου μέσα στο κεφάλι της. Και η ένταση αυτής της σκέψης την τρέλαινε. Για μια και μόνο στιγμή, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν μια θολή εικόνα. Και μετά βρισκόταν με τα γόνατα στο γρασίδι του προαυλίου προσπαθώντας να στηρίξει μέρος του βάρους της με το δεξί της χέρι. Ο Ιούλιος και ο Φράνκο βρισκόντουσαν μπροστά της και κουνούσαν τα χείλη τους. Της μιλούσαν, όμως δεν μπορούσε να τους ακούσει, όχι για λίγο ακόμα τουλάχιστον.
«Καλύτερα να την πάμε στο ιατρείο», αναγνώρισε τη φωνή του Ιούλιου.
«Όχι, είμαι καλά. Ένας πονοκέφαλος ήταν», μουρμούρισε καθώς σηκωνόταν. Ο πόνος όμως δεν είχε υποχωρήσει και με κάθε κίνησή της ένιωθε λες και καρφιά κάρφωναν τον εγκέφαλό της. Αλλά αυτό δεν την ενόχλησε τόσο όσο εκείνη η αίσθηση που της είχε αφήσει αυτό το μήνυμα. Θα την αναγνώριζε παντού.
Την αίσθηση πως ο Κωμικός είχε βρεθεί μέσα της.





...


«Φρανσουά, τι ξέρεις εσύ για αυτό;» συνέχισε δείχνοντας του το βιβλίο.
«Θα έρθει για εμάς», της απάντησε φοβισμένα. «Πρέπει να τον κρατήσουμε μακριά. Εσένα θα σε πονέσει περισσότερο. Σε χρειάζεται περισσότερο», μπορεί να ήταν μονάχα ένα παιδί, αλλά η Μελίνα δεν είχε αμφιβολία πως μπορούσε να τον πιστέψει. «Θα σε προστατεύσω», της είπε γλυκά, κρατώντας την από τον ώμο. «Δεν θα τον αφήσω, μην φοβάσαι», συνέχισε σα να μπορούσε να δει τα συναισθήματά της. Η Μελίνα ένευσε καταφατικά αλλά δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να μιλήσει, όχι ακόμα.
«Μίλησες στον Άρη για αυτό;» η ερώτησή της έφερε μεγάλη αναστάτωση στο αγόρι που έτρεξε μακριά της και κρύφτηκε πίσω από μια βιβλιοθήκη με θέα την πόρτα του γραφείου. Κρυφοκοίταξε πίσω από αυτή σα να φοβόταν πως ο Άρης θα ερχόταν ανά πάσα στιγμή και μόνο όταν βεβαιώθηκε πως ο φόβος του ήταν εσφαλμένος, γύρισε και πάλι προς το μέρος της.
«Δεν μπορούμε… θα πειράξει τον μπαμπά μου… δεν μπορεί να πειράξει τον μπαμπά μου!» της φώναξε αναστατωμένος.
«Εντάξει… εντάξει…», η Μελίνα προσπάθησε να τον ηρεμίσει και δεχόμενο τις προσπάθειας της, το αγόρι γραπώθηκε γερά πάνω της, κρατώντας τη σφιχτά σε μια αγκαλιά που έκανε την κοπέλα να νιώσει πολύ άβολα.
«Φρανσουά, πρέπει να μου πεις τι χρειάζεται για να κάνουμε το ξόρκι που μου έδειξες και πρέπει να μου πεις τι μπορεί να το σπάσει», του είπε αργόσυρτα, ελπίζοντας ο τόνος της να τον ηρεμίσει. «Ο Κωμικός μπορεί να προσπαθήσει να σε βρει στο σπίτι. Όλοι όσοι ξέρουν πρέπει να μείνουν προστατευμένοι… κάθε σπίτι. Με καταλαβαίνεις;»
«Αίμα… δεν μπορεί να σπάσει αν είναι το αίμα σου», της είπε ένοχα. Η Μελίνα κοίταξε και πάλι το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της και διάβασε το κείμενο. Αυτήν τη φορά πιο προσεκτικά. Αυτό που προέκυπτε ήταν ένα πουγκί από βότανα και το αίμα ενός ώριμου υβριδίου ενώ έπρεπε να θαφτεί στο ένα χώμα σε κάθε πλευρά του σπιτιού.
«Δεν νομίζω ότι όλο μου το σώμα έχει αρκετό αίμα για αυτό», γκρίνιαξε προτού σηκωθεί. «Φρανσουά, ώρα για παιχνίδι. Μην πας πουθενά, έρχομαι σε λίγο», του είπε αποφασισμένα. Και χωρίς να χάσει χρόνο, χάθηκε μέσα στις σκιές και μπήκε κρυφά στο εργαστήριο της Ηλέκτρας για να πάρει τα υλικά που χρειαζόταν.
Ένιωθε ένοχη για αυτό όμως έλεγε στον εαυτό της πως θα αναπλήρωνε όλα όσα έπαιρνε όταν έβρισκε τον χρόνο. Έπειτα γύρισε πίσω στη βιβλιοθήκη. Ο μικρός κρατούσε τσίλιες και όταν την είδε έτρεξε προς το μέρος της μαζί με το βιβλίο.
Η Μελίνα ξεδίπλωσε όλα της τα υλικά και με τη βοήθεια του αγοριού έφτιαξαν σαράντα πουγκιά τα οποία τώρα έπρεπε να εμβαπτίσουν στο αίμα της αφού πρώτα αυτό είχε δεθεί από το ξόρκι του βιβλίου. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει εκεί, η μυρωδιά θα τραβούσε τους δύο βρικόλακες στο άλλο δωμάτιο επάνω της όπως η φωτιά την πεταλούδα. Έτσι έκρυψε τα πουγκιά στην τσάντα της και μαζί με τον Φρανσουά, γύρισαν πίσω στο γραφείο.
«Ααμμ… καλύτερα να πηγαίνω, όπου να’ ναι θα βγούνε τα παιδιά για διάλλειμα», είπε την πρώτη δικαιολογία που της ήρθε στο μυαλό. Ο Άρης της χαμογέλασε και μετά στράφηκε στον γιό του.
«Εσύ τι λες; Να την αφήσουμε να φύγει;» ο Φρανσουά γύρισε διστακτικά προς το μέρος της Μελίνας και μετά ένευσε καταφατικά. «Τότε υποθέτω πως είσαι ελεύθερη», ο Άρης συμφώνησε.
Βλέποντας τους μαζί η Μελίνα αναρωτήθηκε για τους φόβους του Φρανσουά, ότι δηλαδή κάτι άσχημο μπορούσε να συμβεί στον πατέρα του.
Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό.
Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως κάτι στο πρόσωπό της είχε κινήσει την περιέργεια της Μόνικα, έτσι βιάστηκε να παίξει τον ρόλο της και πάλι.
«Τα λέμε!» τους χαιρέτησε πρόσχαρα και έφυγε.
Έπρεπε να βρει κάποιο μέρος για να κρυφτεί, ένα μέρος όπου κανείς δεν θα την έβρισκε ή δεν θα την ενοχλούσε. Έτσι κατέληξε στις τουαλέτες του πιο ολιγόχρηστου κτιρίου και σφήνωσε την πόρτα από μέσα έτσι ώστε κανείς να μην μπορέσει να μπει.
Άδειασε τα πουγκιά στο πάτωμα και σχεδίασε ένα πεντάκτινο αστέρι μέσα σε έναν νοητό κύκλο από κεριά προτού καθίσει στο επίκεντρο του οκλαδόν. Όταν ήταν έτοιμη, διάλεξε ένα μικρό μαχαίρι και έβαλε το χέρι της κάτω από ένα μεγάλο μπολ σκαλισμένο με τους θεούς του Ολύμπου. Δίστασε για λίγο, άλλωστε αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν κάτι παραπάνω από πολύ… πολύ τρελό.
Πίεσε το μαχαίρι πάνω από τον καρπό της και έκοψε τη σάρκα της βαθιά. Η θέα του αίματος τη ζάλιζε ενώ η μυρωδιά του την έκανε ιδιαίτερα ανυπόμονη. Αλλά δεν την ενδιέφερε, το άφησε να κυλήσει και όταν είδε πως στέρευε έκοψε το δέρμα της ξανά και ξανά...




...

«…Ξέρω, το κουτάβι σου σε πρόσταξε να το κάνεις. Αλλά δεν μου αρέσει να με παρακούν. Και θα χρησιμοποιήσω αυτήν την ευκαιρία για να σου θέσω το τελευταίο αίτημά μας που δεν πρέπει με τίποτα να αθετήσεις.
»Σε αφήσαμε να μείνεις με τους Νόθους αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορείς να φέρεις τα παιδιά τους. Κάνε το, και θα έχεις πόλεμο. Η φυλή σου θα σε καλέσει σύντομα. Είμαστε λίγοι και είσαι θηλυκό… έστω και μισό. Έχεις υποχρέωση σε εμάς, στον διαιωνισμό μας».
«Τι;» η Μελίνα αναφώνησε αναστατωμένη. «Τι έχετε πάθει όλοι με τον διαιωνισμό σήμερα; Στερημένοι!» απηύδησε. Η απάντησή της τράβηξε την προσοχή του Μάρκο, το αγόρι γύρισε με νεύρο προς το μέρος της και έμεινε να την κοιτάζει ανήσυχος. Ωστόσο αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στο επίμαχο θέμα τους.
«Κανένα από τα βρωμόσκυλα σας δεν θα την πλησιάσει», τους είπε με φωνή σιγανή σαν ψίθυρο. «Έχεις την απάντησή σου από τώρα, θα έχουμε πόλεμο. Αλλά σκέψου για λίγο. Αν η φυλή σου είναι τόσο σημαντική για εσένα όσο λες πως είναι, γιατί είσαι έτοιμος να την αφανίσεις; Γιατί με εμάς θα παλέψει κάθε αγέλη της Αθήνας με εξουσία, και πολλές… πολλές ακόμα. Και νομίζω πως θυμάσαι ότι έχουμε με το μέρος μας μια από τους πιο αρχαίους βρικόλακες και πολλούς ίσως λιγότερο δυνατούς.
»Μην ξεγελιέσαι, τη στιγμή που θα τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στα χωράφια μας, θα σας αφανίσουμε όλους. Πες μου, είσαι έτοιμος για αυτό;» τα λόγια του είχαν σίγουρα ταράξει τον Στέφανο, ακόμα και ο Εφιάλτης κοιτούσε τώρα την Μελίνα απογοητευμένος. Όμως το Σκυλί ήταν αυτό που έπραξε.
      Σε χρόνο ανείπωτο για εκείνη, αποκόπηκε από το πλήθος και χίμηξε στην Μελίνα. Ο Μάρκο όμως ήταν πολύ πιο γρήγορος. Τον έπιασε από τον λαιμό και τον κοπάνησε με δύναμη στο χώμα ενώ τα μάτια του δήλωναν πως ήθελε να του κάνει πολλά περισσότερα.





«Καλημέρα κούκλα».
«Καλημέρα», του απάντησε η κοπέλα καχύποπτα. «Καινούριο φλερτ;» τον ρώτησε δείχνοντας το κινητό του με νόημα.
«Τι…; Ε, όχι. Μιλάω με την Σίλια», της είπε αδιάφορα.
«Αχα…», η Μελίνα αντέτεινε δύσπιστη όμως το αγόρι δεν έδειχνε καν να την ακούει. Έτσι κάθισε σε μια καρέκλα και στήριξε το κεφάλι της στο τραπέζι. Σκεφτόταν αν ήταν καλή ιδέα να φάει κάτι ή αν θα το έβγαζε.
«Αυτά έχουν τα ξενύχτια Μέλα», της είπε το αγόρι περιπαικτικά. «Αλήθεια, τι ώρα γύρισες χθες; Πρέπει να ήταν πολύ αργά, έπεσα γύρω στις τρεις και εσύ δεν είχες γυρίσει ακόμα». Η Μελίνα τον κοίταξε παραξενευμένη αλλά δεν μίλησε. «Μην ανησυχείς, δεν θα το πω στον αρχηγό», πρόσθεσε κλείνοντας της το μάτι.
«Αλήθεια ε;» ο Δημήτρης είχε μόλις μπει στην κουζίνα και τώρα κοιτούσε τον Μιχάλη με μισό μάτι. Το αγόρι λούφαξε για λίγο αλλά ύστερα έστρεψε την προσοχή του και πάλι στα μηνύματά του. «Να μου πεις τι;» συνέχισε.
«Τι εννοείς;» η Μελίνα τους διέκοψε ταραγμένη. «Μιχάλη τι εννοείς ότι δεν ήμουν σπίτι; Έπεσα από τις δέκα»
Το αγόρι κοκάλωσε και για μια στιγμή, δεν ήξερε πως να απαντήσει. «Όχι Μέλα… έφυγες στις έντεκα και… εννοείς ότι ήπιες τόσο που δεν θυμάσαι τι έγινε, έτσι δεν είναι;» της είπε ξαφνικά συμμεριζόμενος την αγωνία της. Εκείνη τη στιγμή και το τελευταίο μέλος της αγέλης τους είχε κατέβει.
«Μιχάλη δεν πίνω και το ξέρεις, έπεσα για ύπνο από τις δέκα γιατί εσύ και ο Άρης μου έχετε βγάλει το λάδι και ήμουν πτώμα», του φώναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα της μεμιάς.
«Είσαι σίγουρη; Γιατί θα ορκιζόμουν ότι σε άκουσα να βγαίνεις γύρω στις έντεκα», ο Πέτρος της είπε διστακτικά.
«Δεν πήγα πουθενά!» φώναξε ακόμα πιο δυνατά και άρχισε να δακρύζει από τη σύγχυση.
Αυτό θα εξηγούσε την πρωινή της αδιαθεσία, αλλά πως μπορούσε να παραδεχτεί στον εαυτό της πως δεν είχε καμία ανάμνηση από το προηγούμενο βράδυ; Ειδικά όταν ο Κωμικός ήταν τριγύρω και είχε τους τρόπους τους να ανακατεύεται με το μυαλό της. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι μπορούσε να είχε γίνει.
«Δεν ξέρεις τι λες!» του είπε και έφυγε τρέχοντας, σπρώχνοντας τον Δημήτρη και τον Πέτρο που της έκλειναν το δρόμο, στην άκρη.
«Μελίνα!» ο Δημήτρης της φώναξε με πυγμή. Η κοπέλα πάγωσε στη θέση της και γύρισε ζαρωμένη προς το μέρος του.
«Μη μου φωνάζεις, δεν ξέρω τίποτα», έβαλε τα κλάματα.
Το αγόρι μετάνιωσε για την επίδρασή του επάνω της και την κράτησε στην αγκαλιά του. Με την άκρη του ματιού της η Μελίνα είδε μια γνώριμη σκιά και άφησε τον Δημήτρη για να αναζητήσει ένα πρόσωπο. Ήταν ο Μάρκο, έδειχνε κατάχλωμος και πολύ κουρασμένος. Σίγουρα όχι θυμωμένος που την έβλεπε στην αγκαλιά κάποιου άλλου… πόσο μάλλον του Δημήτρη. Έφερε τρεις δρασκελιές και στάθηκε ενώπιών της, κρατώντας το πρόσωπό της στα χέρια του για να την εξετάσει.
«Είσαι καλά; Τρελάθηκα όταν είδα πως είχες φύγει, μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» της είπε ταρακουνώντας την.
«Δεν έκανα τίποτα», του είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Περίμενε, εννοείς ότι ήταν μαζί σου;» ο Μιχάλης τον ρώτησε ανακουφισμένος από την ιδέα. Αλλά εκείνος δεν του έδωσε σημασία, όχι αρχικά τουλάχιστον, μόνο έμεινε να κοιτάζει την Μελίνα, να την κρατάει. «Γιατί η μικρή από εδώ δεν φαίνεται να θυμάται τίποτα».
Τότε ο Μάρκο γύρισε προς το μέρος του έντρομος, μόνο και μόνο για να γυρέψει το πρόσωπο της κοπέλας ξανά.
«Ήρθες από το σπίτι μου, παραμιλούσες και φώναζες. Μου ζητούσες να σε σταματήσω. Αναγκάστηκα να σε δέσω, σε πρόσεχα όλο το βράδυ αλλά πάνω που νόμιζα ότι είχες αποκοιμηθεί και σε έλυσα για να σε πάω στο κρεβάτι… δεν ξέρω, εξαφανίστηκες και πάλι».
«Τι ώρα εξαφανίστηκε;» τον ρώτησε ο Δημήτρης, προφανώς απογοητευμένος που  Μελίνα είχε αναζητήσει βοήθεια από εκείνον.
«Πριν μισή ώρα περίπου, ήρθα κατευθείαν εδώ γιατί…», το αγόρι δίστασε για λίγο αλλά τελικά συνέχισε. «Δεν θυμάσαι τίποτα;» απόρησε γυρνώντας στην Μελίνα.
Κοιτάζοντάς τον, αναμνήσεις άρχισαν να πυρπολούν το μυαλό της. Ήταν σα να την είχαν υπνωτίσει και η εικόνα του Μάρκο να ήταν το σήμα κατατεθέν της πως μπορούσε να ξυπνήσει. Μόνο μια ανάμνηση ωστόσο είχε σημασία.
«Μου ζήτησε να σκοτώσω τον Δημήτρη»...




 ...


Είχε σχεδόν φτάσει στην πόρτα της Καίτης όταν κάποιος τη χτύπησε με κάτι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Μετά σκοτάδι… για λίγο τουλάχιστον. Όταν ξύπνησε κάποιος της είχε φιμώσει το στόμα ενώ κατά κάποιον τρόπο κρατούσε το σώμα της σφιχτά πάνω στο δικό του έτσι ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί. Κρυβόντουσαν από κάτι ενώ αν δεν είχε παραισθήσεις από το χτύπημα, βρισκόντουσαν ακόμα στη σχολή. Προσπάθησε να κουνηθεί, να παλέψει, αλλά πρέπει να την είχαν ναρκώσει και μετά βίας κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά.
«Άντε, πάμε. Τι κάθεσαι;» άκουσε κάποιον να λέει.
«Περίμενε λίγο ακόμα για να είμαστε σίγουροι ότι έχουν πάει όλοι στις τάξεις τους… δν έπρεπε να σε ακούσω. Ήταν ανόητο να έρθουμε εδώ για να την πάρουμε. Αν κάτι πάει στραβά θα μας κυνηγήσει ολόκληρη η σχολή. Έπρεπε να την περιμένουμε έξω, εκεί θα είχε μόνο τα φιλαράκια της».
«Μη λες πολλά συνέρχεται». Και τότε τη χτύπησαν ξανά στο κεφάλι και έχασε πάλι τα αισθήσεις της.

Όταν συνήλθε βρισκόταν δεμένη σε μια καρέκλα σε ένα άδειο διαμέρισμα που μύριζε ψάρι, η επήρεια της νάρκωσης πρέπει να είχε αρχίσει να περνάει. Δεν ήταν μόνη της. Δύο άντρες στεκόντουσαν απέναντί της και όλα έδειχναν πως διαφωνούσαν πάνω σε κάτι. Όταν είδαν όμως πως είχε ξυπνήσει, άφησαν τις διαφορές τους κατά μέρος.
Ο ένας από αυτούς ήταν ιδιαίτερα λιγνός με καστανόξανθα λαδερά μαλλιά και άδεια καστανά μάτια. Ο άλλος ήταν λίγο πιο εύσωμος, είχε κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να του αποδίδουν κάποια ομορφιά αλλά δεν έδειχναν να έχουν αποτέλεσμα επάνω του.
«Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και μην κάνεις καμιά βλακεία», της είπε ο κοκκινομάλλης κοφτά.
«Πού είμαι;» η Μελίνα τον ρώτησε αδύναμα.
«Λες και θα σου πούμε», ο λιγνός της απάντησε περιμένοντας από τον σύντροφό του να συμμεριστεί κάποιο αστείο που ποτέ δεν είπε. Όταν αυτό δεν έγινε, σοβάρεψε απότομα.
«Ας πούμε ότι είσαι κάπου που τα φιλαράκια σου δεν θα σε βρουν ποτέ…



 ...

«Σαν πολύ ήσυχη δεν είσαι σήμερα;» η γιατρός έσπασε τη σιωπή. «Δεν ελπίζω να σκαρώνεις τίποτα».
«Το ίδιο θα έπρεπε να ρωτάω και εγώ εσένα. Τρομοκρατείς τον γάτο σου, φεύγεις από το ιατρείο… Πολύ ύποπτα μου φαίνονται όλα αυτά», η κοπέλα αντιμίλησε.
«Χρειάζεσαι έναν κατεργάρη για να καταλάβεις έναν κατεργάρη».
«Ναι αλλά δεν αποφάσισες να μπεις στα κόλπα λίγο αργά;» είπε χωρίς να το σκεφτεί. Είδε δύο φλέβες στο μέτωπό της να πετάνε για πρώτη φορά και ήξερε πως την είχε κάνει έξαλλη. Και όχι μόνο αυτό, εκείνη τη στιγμή σήκωνε τη βελόνα για να πάρει το αίμα της.
«Ααμμ… ξέρεις κάτι, θα έρθω μάλλον αύριο», της είπε και τινάχτηκε μεμιάς μακριά της. Ναι, θα φέρω και τον Μάρκο», σκέφτηκε φωναχτά. Το αγόρι της είχε το χάρισμα να την κάνει πάντα να νιώθει καλά, ακόμα και αν κάποια εξοργισμένη γιατρός προσπαθούσε να της ρουφήξει το αίμα.
«Γιατί; Κύλισε πάλι; Ήμουν σίγουρη πως το είχε αφήσει πίσω του. Άλλωστε είναι αρχηγός τώρα… είναι τόσο δυνατός», η Καίτη μουρμούρισε ανήσυχη… ξεχνώντας για λίγο το απρεπές σχόλιο της Μελίνας για την ηλικία της.
Δεν ήξερε γιατί αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να γυρίσει πίσω στην πρώτη της επίσκεψη στο Εργαστήρι, αλλά τώρα θυμόταν γλαφυρά την Καίτη να υπενθυμίζει στην Πηνελόπη πως υπήρχαν κάποιες ασθένειες που ακόμα και ένας αλλόμορφος δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Θυμόταν το πρόσωπο της γυναίκας… και πως αυτό σκοτείνιασε. Μιλούσε άραγε για τον γιό της;
«Πες μου τι ξέρεις!» της φώναξε άθελά της. Έσφιξε γερά τις γροθιές της και απαίτησε να μάθει την αλήθεια. «Για ποιον λόγο να κυλήσει; Πες μου τι ξέρεις! Τι είναι αυτά που έλεγες στην Πηνελόπη;» δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της και ένιωθε όλο και πιο ανήσυχη με το λεπτό.
Γιατί η Καίτη δεν της απαντούσε; Γιατί την κοιτούσε φοβισμένα; Σα να είχε μόλις πει κάτι που δεν έπρεπε.
«Όταν ήταν παιδάκι είχε πρόβλημα με την καρδούλα του. Ήταν πολύ αδύναμος, παραλίγο… παραλίγο να πεθάνει χρυσό μου», της εξομολογήθηκε με μάτια γεμάτα συμπόνια. Αλλά τι ήξερε εκείνη; Ήξερε πως είναι να μαθαίνεις ότι το άτομο που αγαπάς μπορεί ανά πάσα στιγμή να κατρακυλήσει πίσω σε κάτι που μπορεί να τον σκοτώσει;
«Τι θα πει αυτό;»



...


«Λανθασμένα παραδείγματα;» η Λίζα επανέλαβε μπερδεμένη.
«Ναι, παραδείγματα αλλόμορφων που πέρασαν τα όρια στη μεταμόρφωση και κατάφεραν να αλλάξουν σε... λοιπόν, τέρατα. Δίποδα πανύψηλα παραμορφωμένα ζώα». Τα λόγια του αυτά κατάφεραν να σωπάσουν και τα λίγα στόματα που είχαν παραμείνει ακόμα ανοιχτά σχολιάζοντας την απρόσμενη απουσία της καθηγήτριάς τους. Τώρα όλα τα βλέμματα στράφηκαν στον Βίκτωρα.
«Μπορεί να γίνει αυτό;» ο Μαρίνος έδωσε ένα τέλος στην ησυχία που επικρατούσε.
«Η Ερατώ δεν σας έχει πει τίποτα...; Χμ, η αλήθεια είναι ότι είναι λίγο σφιγμένη αλλά η τεραπλασία είναι κάτι που κάθε αλλομορφος πρέπει να ξέρει ώστε να αποφύγει να τη χρησιμοποιήσει κατά λάθος», μουρμούρισε σκεπτικός.
«Να χρησιμοποιήσει τι;» τον ρώτησε ο Άλεξ.
«Σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν κάποιος αλλόμορφος χάσει τελείως τον έλεγχο... είτε λόγο του στρες είτε επειδή δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του, η μεταμόρφωση που λαμβάνει χώρα ωθεί ό, τι έχει απομείνει από τη λογική του στις βαθύτερες γωνίες του μυαλού του και το σώμα του παίρνει μια δυνατότερη μορφή από τη συνήθης προκειμένου να προστατευτεί από την απειλή που αντιμετωπίζει. Όπως φανερώνει και το όνομα, είναι κάτι τερατώδες και ο αλλόμορφος χάνει τελείως τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του. Συνήθως διαρκεί για λίγα μόλις λεπτά αλλά αυτά είναι αρκετά για μια καταστροφή».
«Δηλαδή θα μπορούσε να στραφεί ακόμα και εναντίον των ίδιων του των φίλων;» η Αλίκη τον ρώτησε διστακτικά.
«Ναι, εκείνες τις στιγμές το μόνο που ενδιαφέρει εκείνο το πλάσμα είναι η επιβίωσή του και το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να σταθείς στον δρόμο του επικαλώντας αναμνήσεις που δεν μπορεί να αγγίξει. Αυτό για την ακρίβεια θα τον φέρει σε σύγχυση και η αντίδρασή του ίσως είναι ακραία»...









...

Ήξερε πως κάτι θα συνέβαινε, ήταν απόλυτα σίγουρη για αυτό.
Αλλά πως μπορούσε να τους πάρει μακριά; Να τους προστατέψει;
Λίγα βήματα αργότερα σκόνταψε σε ένα ανάχωμα. Έμεινε για λίγο πίσω, βαστώντας την καρδιά της πάνω από το στήθος της, προσπαθώντας να την κάνει να υπακούσει και να σταματήσει τον γρήγορο ρυθμό της. Τότε όμως πρόσεξε πως στο σημείο στο οποίο στεκόταν υπήρχε φρέσκο χώμα στον σχηματισμό ενός μη ευκλείδειου κύκλου.
Και τότε κατάλαβε...
«Κρύβονται στο χώμα!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε για να σιγουρευτεί πως όλοι μπορούσαν να την ακούσουν.
Και παρόλο που το συνειδητοποίησε αμέσως, δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Το χώμα κάτω από τα πόδια της άρχισε να κινείται γρήγορα, τραβώντας τη προς τα μέσα... όχι, δεν ήταν το χώμα αυτό που την τραβούσε αλλά χέρια. Ένα ζευγάρι χέρια που συνόδευε τον απρόσμενο αυτόν βρυχηθμό που πήγαζε από τα έγκατα της γης.
Η Μελίνα προσπάθησε να μπει μέσα στις σκιές αλλά η δύναμή της δεν λειτουργούσε, όχι όσο εκείνο το πλάσμα την ακουμπούσε.
«Μην τα αφήσετε να σας ακουμπή...». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Κάτι αναδύθηκε μέσα από τη γη και τα χέρια που κρατούσαν τα πόδια της, τώρα βρισκόντουσαν στο στόμα της σε χρόνο ντε τε.
Δεν μπορούσε να δει τίποτα πέρα από τα γεμάτα τρόμο μάτια του Δημήτρη ή τον αποτροπιασμό του Μιχάλη και του Πέτρου. Όμως μπορούσε να νιώσει. Και ό, τι και αν ήταν αυτό που την κρατούσε ήταν γιγάντιο, μυώδες και πολύ τριχωτό.
Τα νύχια από τα χέρια του γρατζουνούσαν το πρόσωπό της ενώ τα δάχτυλα του κρατούσαν ακόμη και τη μύτη της κλειστή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπνεύσει. Προσπαθούσε να ξεφύγει, πάλευε με νύχια και με δόντια. Όμως όσο περισσότερο πάλευε, τόσο πιο δυνατό γινόταν το κράτημά του. Τόσο δυνατό που ένιωσε ένα από τα πλευρά της να σπάει σα να ήταν ξερόκλαδο. Ήθελε να φωνάξει από τον πόνο, αλλά όντας αδύνατο να πάρει αέρα, η προσπάθεια και μόνο την έπνιγε.
        Είδε με δακρυσμένα μάτια τον Δημήτρη να τρέχει αλαφιασμένος προς το μέρος της, τότε άλλο ένα από εκείνα τα πλάσματα αναδύθηκε μέσα από το χώμα και στάθηκε στον δρόμο του...







Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Μελίνα, το πέπλο του σκότους


«Νόμιζα ότι θα με ρωτούσες γιατί σε βαφτίσαμε Νεκρολούλουδο.» της είπε αρνούμενος να δώσει μία απάντηση στις κατηγορίες της. Η σιωπή της παρότρυνε τον Εφιάλτη να περάσει σε εξηγήσεις. «Σε περιτριγυρίζει θάνατος, μαυρίζει την ψυχή σου. Το πέπλο των σκιών έχει πέσει πάνω σου, σε πνίγει. Οι Νόθοι δεν μπορούν να το δουν, είναι πολύ… πολιτισμένοι. Εμείς όμως μείναμε πιο κοντά στη φύση και τα δώρα της. Ένιωσα όλο αυτό το θάνατο γύρω σου. Είσαι λοιπόν σαν το λουλούδι που φυτρώνει μόνο εκεί που υπάρχει θάνατος.» προσπάθησε σκληρά για να αφήσει ασχολίαστη τη σχέση τους με τη φύση. Η φράση από μόνη της θύμιζε περισσότερο ατάκα από παιδικό βιβλίο για τους μικρούς ινδιάνους. Ωστόσο το πρώτο μισό της πρότασης του κατάφερε να της τραβήξει την προσοχή…

Η Μελίνα προσπαθεί να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στην Ιζαμπέλα και για να γίνει αυτό πρέπει να συνεχίσει την εκπαίδευση της. Τί γίνεται όμως όταν αυτό τη σκοτώνει; Τί γίνεται όταν η προσοχή της αποσπάται από τα μυστικά σχέδια του Δημήτρη και του Μάρκο; Όταν η ζωή της αλλάζει μέρα με η μέρα και πρόσωπα από το παρελθόν έρχονται για να φέρουν τα πάνω κάτω. Όταν της είναι αδύνατο πλέον να ελέγξει τον εαυτό της. Όταν η πραγματική της φάρα έρχεται να την ξεριζώσει από τη ζωή που ξέρει και τα πρόσωπα που αγαπάει. Όταν καλείται να πληρώσει που εισέβαλε σε έναν κόσμο στον οποίο κανείς ζωντανός δε θα έπρεπε ποτέ να περάσει…






Κρυφή ματιά στο βιβλίο.... 


Η διάθεση της Μελίνας είχε χαλάσει αλλά προσπαθούσε πολύ για να κρατήσει αυτό το αποτέλεσμα για τον εαυτό της εφόσον δεν ήθελε να χαλάσει τη μέρα του Μιχάλη. Ωστόσο δεν μπορούσε παρά να φτιάχνει σενάρια με το μυαλό της. Σενάρια που ήθελαν εκείνον και τον Πέτρο συνένοχο στο κίνημα που είχε ξεκινήσει ο Δημήτρης πίσω από την πλάτη της. Δεν κατάφερε να μιλήσει ξανά με τον Φράνκο, δεν ήθελαν να κινήσουν υποψίες οπότε ανέβαλαν τη συζήτηση τους.
Βοήθησαν τον Ξαβγιέρ να συμμαζέψει αλλά αυτό δεν άλλαξε τη διάθεση του άντρα που είχε πάρει την ιδέα του πάρτι ως βανδαλισμό. Τώρα ο Μιχάλης και ο Πέτρος μετέφεραν τα πορτρέτα τους στα δωμάτια τους ενώ η Μελίνα τάιζε τα γατάκια τους. Ο Δημήτρης έσκυψε για να φιλήσει το λαιμό της και κάθισε δίπλα της.
«Δεν πέρασες καλά.» δεν ήταν ερώτηση αλλά συμπέρασμα, ένα συμπέρασμα που δεν ήξερε αν έπρεπε να διαψεύσει ή όχι.
«Γιατί το λες αυτό;» το αγόρι την κοίταξε εξεταστικά και ύστερα ήρθε ακόμα πιο κοντά της.
«Τί συμβαίνει;»
«Εσύ να μου το πεις αυτό.» του είπε πριν προλάβει να το σκεφτεί.
«Τί εννοείς;» έδειχνε μπερδεμένος και αυτό την έκανε να αναρωτηθεί αν ο Φράνκο ήταν απλά υπερβολικός.
«Τίποτα.» μουρμούρισε αδιάφορα.
«Ξέρεις ότι δεν μπορείς να με ξεγελάσεις τόσο εύκολα.» επέμεινε παίζοντας με μία μπούκλα από τα μαλλιά της.
«Τί δουλειά έχεις με τον Μάρκο και τον πατέρα του;» κατένευσε ξέπνοα. Εκείνος ξαφνικά σοβάρεψε και έδειχνε να εκνευρίζεται.
«Ώστε αυτό σε ήθελε ο Φράνκο.»
«Μου λες ότι ισχύει; Ότι έχει δίκιο;» τον ρώτησε θυμωμένα.
«Με εμπιστεύεσαι;» τη ρώτησε κοιτώντας μέσα στα μάτια της με βλέμμα που έκαιγε τα σωθικά της.
«Όχι, δε θα παίξω αυτό το παιχνίδι!» δήλωσε κατηγορηματικά.
«Με εμπιστεύεσαι;» επέμεινε εκείνος. Το βλέμμα του την αποσυντόνιζε και η απάντηση την έπνιγε.
«Εσύ τι λες; Φυσικά και σε εμπιστεύομαι. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα κάτσω στην απ’ έξω και θα σε βλέπω να το παίζεις ιππότης.» του είπε σχεδόν κατηγορώντας τον που είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο για εκείνη.
«Πρέπει. Όσο ανακατεύεσαι έχουν περισσότερες ευκαιρίες να σε βάλουν στο χέρι.»
«Και πρέπει απλά να περιμένω να συμβεί κάτι άσχημο σε εσάς; Ποιος άλλος ξέρει για αυτό;» το αγόρι έμεινε να την κοιτάζει λίγο με βλέμμα ανεξιχνίαστο προτού της απαντήσει.
«Πρέπει να κοιμηθείς πριγκηπέσα.» κατένευσε φιλώντας τη γλυκά στο μάγουλο. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε να την αφήσει.
«Αυτό είναι όλο; Δεν έχεις να μου πεις τίποτα άλλο;» τον σταμάτησε ενώ μιμήθηκε το παράδειγμα του και τον ακολούθησε.
«Σ’ αγαπάω.» η ηρεμία στη φωνή του μετέφερε τόση ένταση που την έκανε να μουδιάσει, ενώ τα μάτια του ήταν σα να κοιτούσαν κάπου βαθύτερα, κάπου πέρα από την αμφίεση της.
«Αν πάθεις κάτι…» προσπάθησε να του εξηγήσει πως αν κάτι συνέβαινε σε εκείνον, θα πέθαινε. Και ήθελε να φανεί ψύχραιμη, αλλά τα μάτια της πλημύρισαν δάκρυα και ένιωθε το παράπονο να τη νικά. Έτσι τον παραμέρισε και έφυγε.
Δεν της άρεσε να τη βλέπουν να κλαίει. Πήγε στο δωμάτιο της και προσπάθησε να βγάλει το φόρεμα που φορούσε, αλλά βρισκόταν σε σύγχυση και τα χέρια της δεν μπορούσαν να συντονιστούν. Ο Δημήτρης την είχε ακολουθήσει και τη βοήθησε να βγάλει το φόρεμα όταν η κοπέλα δεν είχε καταλάβει καν πως βρισκόταν εκεί.
Αναπήδησε τρομαγμένη και παραπάτησε πατώντας το χείλος του φουστανιού της και πέφτοντας με τα γόνατα στο πάτωμα. Κάθισε εκεί περιμένοντας για το αγόρι να τη μιμηθεί. Αντί αυτού, εκείνος έμεινε να την κοιτάζει για λίγο σιωπηλός και μόνο τότε συμφώνησε με τις βουβές της προσδοκίες. Συμμάζεψε το φόρεμα της για να μην καθίσει πάνω σε αυτό και μετά βολεύτηκε στο πλευρό της.
«Τίποτα δε θα μου συμβεί.» της είπε καθησυχαστικά. Αλλά δεν τον πίστεψε. «Ακόμα όμως και έτσι να είναι… εσύ πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου.» πρόσθεσε σκυθρωπά.
«Τί λες;»
«Λέω ότι… ο Άρης… θα σε προσέχει.» του ήταν δύσκολο να παραδεχτεί πως αν κάτι συνέβαινε σε εκείνον, η Μελίνα έπρεπε να τα φτιάξει με τον Άρη. Η κοπέλα συγχύστηκε ακόμα περισσότερο και άρχισε να τον χτυπάει ακανόνιστα σε σώμα και πρόσωπο. Εκείνος ωστόσο απέκρουσε κάθε χτύπημα και την ακινητοποίησε κρατώντας σφιχτά τα χέρια της πίσω από την πλάτη του, φέρνοντας την έτσι πολύ κοντά του.
«Και εγώ τί υποτίθεται ότι πρέπει να απαντήσω σε αυτό; Ναι, μην ανησυχείς Δημήτρη. Θα τρέξω κατευθείαν στο κρεβάτι του. Θέλεις να σου πω τί θέλω να μου κάνει;» αντέτεινε θυμωμένα. Όμως τα λόγια της τον πλήγωναν και κατά συνέπεια και εκείνη. «Συγγνώμη, απλά… γιατί δε μου λες τί συμβαίνει;» είπε αφήνοντας το παράπονο να τη νικήσει.
«Πρέπει να κοιμηθείς.» της είπε πτοημένος από το θέμα τους.
«Μη φύγεις.» τον παρακάλεσε όταν κατάλαβε πως αυτός ήταν ο απώτερος σκοπός του…







 ...


Την είχε πάρει ο ύπνος δίπλα στη φωτιά όταν η Βαλ τη σκούντηξε. Κανείς άλλος δεν έδειχνε να είναι ξύπνιος, παρ’ όλα αυτά απομακρύνθηκε από τη φωτιά και βγήκε έξω από τη σπηλιά μέσα στην οποία είχαν κατασκηνώσει. Ο κρύος αέρας την έκανε να ανατριχιάσει και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον εαυτό της για να ζεσταθεί.
«Τί συμβαίνει;» τη ρώτησε ανήσυχη και κάπως ενοχλημένη που έπρεπε να χάσει τον ύπνο της.
Νομίζω ότι έκανα κάτι πολύ άσχημο. Της είπε κοιτώντας την με μάτια γεμάτα τύψεις.
«Τί έκανες δηλαδή;» τη ρώτησε επιφυλακτικά.
Δε σε άκουσα… δε σε άκουσα και τώρα πρέπει να σε αφήσω… Συνέχισε ακόμα πιο αναστατωμένη από πριν.
«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες.» της είπε αργά και σταθερά ελπίζοντας ο ρυθμός της φωνής της να την ηρεμίσει.
Έπρεπε να είχα φύγει όταν μου το ζήτησες… τώρα θύμωσαν. Λένε ότι δεν μπορείς να παίζεις μαζί τους. Της είπε σα να ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. Και ο μόνος λόγος που η Μελίνα μπορούσε να υποθέσει ότι δεν το είχε κάνει ακόμα, ήταν επειδή δεν ήταν ζωντανή.
«Ποιός έχει θυμώσει μαζί μου;» δεν χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις για να καταλάβει ότι τα λόγια του Άρη είχαν γίνει πραγματικότητα. Έπαιζε πολύ καιρό με έναν κόσμο στον οποίο δεν άνηκε και τώρα είχε έρθει η ώρα της να το πληρώσει. Την επόμενη κιόλας στιγμή, η κοπέλα άφησε μία κραυγή και έπεσε στα γόνατα. Η Μελίνα δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε πως μπορούσε να τη βοηθήσει. Αλλά ένιωθε ένα μέρος από τον πόνο της.
Η Βαλ μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα τους επειδή χρησιμοποιούσε ένα τμήμα του μυαλού της Μελίνας. Όταν εκείνη χτυπούσε, η Βαλ υπέφερε. Τώρα είχε έρθει η σειρά της να αναγνωρίσει αυτόν τον παράξενο δεσμό ανάμεσα τους. Αλλά δεν την επηρέαζε όσο το κορίτσι, ένιωθε μόνο έναν ελαφρύ πόνο στο πίσω μέρος του κρανίου της.
Συγγνώμη, προσπάθησα να πάρω το φταίξιμο επάνω μου αλλά δε με άκουγαν. Άνεμος φύσηξε και έριξε άμμο στο μάτια της. Όταν η Μελίνα τα άνοιξε και πάλι, η Βαλ είχε εξαφανιστεί. Και αυτή τη φορά θα ήταν για τα καλά. Δε γνώριζε πως το ήξερε, αλλά το ήξερε. Το στομάχι τη δέθηκε σε έναν σφιχτό κόμπο και ένιωθε το λαιμό της ξερό.
Παραξενεύτηκε όταν συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ένα κομμάτι από καμένο χαρτί. Παρά τις συνθήκες, η Βαλ είχε καταφέρει να της το μεταφέρει. Το άνοιξε προσεκτικά φοβούμενη ότι θα το σκίσει και προσπάθησε να δει τι έγραφε. Αλλά το πήρε ο αέρας. Είχε όμως μάθει αυτό της το μάθημα. Μπορεί να μην ήταν άσσος στη μετακίνηση, αλλά σίγουρα κατάφερε να κάνει εκείνο το μικρό χαρτάκι να επιστρέψει στα χέρια της. Ωστόσο ήταν πιο δύσκολο απ’ ότι θυμόταν. Κυρίως επειδή η μάζα του αντικειμένου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και αυτό η δυσκόλεψε να το φέρει κόντρα στον άνεμο.
Σκούπισε πρόχειρα με το χέρι της το αίμα που κύλησε από τη μύτη της και άνοιξε το ραβασάκι.

Συνάντησε με.
Οδός Σάμου 54.
Αύριο. Τα μεσάνυχτα.
Μόνη.









...




«Τί κάνει αυτή εδώ;» τον ρώτησε προτού προλάβει να σκεφτεί. Ο τόνος της δήλωνε ζήλια, ήταν ένα συναίσθημα που μούδιαζε το μυαλό της, αλλά δεν ήθελε να το εκλάβουν λάθος. «Με πούλησε στα Panwere… μου επιτέθηκε!»
«Και το έκανε για την ελευθερία της. Πιστεύω ακράδαντα στην ωριμότητα σου αλλά δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις πως είναι για έναν από εμάς να πεθαίνει από την πείνα κλεισμένος σε μία φυλακή που σου στερεί κάθε ίχνος δύναμης. Έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία, πίστευα ότι εσύ θα κατανοούσες τις πράξεις της. Υπήρξες φυλακισμένη.» της εξήγησε ταραγμένος από το ξέσπασμα της.
«Ξέχασες να αναφέρεις ότι τώρα θα βρεις την ησυχία σου και θα ζήσεις τον απαγορευμένο σου έρωτα. Εννοώ ότι εφόσον με φορτωθούν οι δικοί μου, δε θα υπάρχει λόγος να ενδιαφέρεσαι!» δεν ήξερε για πιο λόγο είχε αφήσει τον εαυτό της να ξεστομίσει αυτά τα λόγια.
Τον είχε πληγώσει, το είδε στα μάτια του. Αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Τώρα πλέον καταλάβαινε ότι ήταν λάθος της να εισακούσει στο κάλεσμα του Άρη προτού σταματήσει στην Καίτη. Η πείνα της είχε γεμίσει το κεφάλι της και η λογική της ήταν μία αδύναμη φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού της. Όταν όμως είδε την απήχηση που είχαν τα λόγια της στον άντρα, πισωπάτησε μουδιασμένη… ζαλισμένη. Αλλά και πάλι, δεν ήταν ικανή να ανακτήσει τον έλεγχο.
«Πώς τολμάς;» της είπε η Μόνικα εξοργισμένη. Ήταν έτοιμη να χιμήξει στην Μελίνα αλλά ο Άρης τη συγκράτησε. Και τότε το είδε. Το πρόσωπο του Άρη ήταν και πάλι γνώριμο. Δεν το είχε προσέξει, αλλά υπήρχε κάτι το διαφορετικό πρωτύτερα. Ήταν… μια φρεσκάδα, μια παιδικότητα που το πρόσωπο του δεν είχε ποτέ. Και του το είχε στερήσει. Αυτό την τσάκισε.
«Δεν χρειάζεται να πας μαζί τους αν δεν το θελήσεις. Όμως θα ήταν καλό και για εσένα να γνωρίσεις μερικούς από τους δικούς σου ανθρώπους. Μπορεί να σε βοηθήσουν.» της εξήγησε ήρεμα ο διευθυντής.
«Και τότε γιατί φοβήθηκες χθες;» τον ρώτησε με πρωτοφανή για το ξέσπασμα της ηρεμία. Η έλλειψη οποιασδήποτε απάντησης της έδωσε την αφορμή να συνεχίσει. «…κοίτα να δεις… και εγώ που νόμιζα ότι ήμουν με τους δικούς μου ανθρώπους.» δεν είχε καταλάβει πως η Μόνικα δεν ήταν η μόνη που βρισκόταν υπό περιορισμό. Ο Δημήτρης είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω της προφανώς φοβούμενος ότι το κορίτσι θα επιτίθονταν στη Μόνικα. Το κεφάλι της βομβαρδίζονταν ακόμα από βίαιες ιδέες, ήθελε να ξεσπάσει και ήξερε πως θα το έκανε με την πρώτη ευκαιρία αλλά ήλπιζε να μη της δοθεί.
«Τί νομίζεις ότι σε κάνει τόσο σημαντική;» αναρωτήθηκε η γυναίκα μισώντας την για αυτό που είδε στο πρόσωπο του Άρη. «Κοίτα γύρω σου; Πόσα άτομα πρέπει να ασχοληθούν μαζί σου για να τονίσουν τον εγωισμό σου; Γιατί δε δοκιμάζεις να σταθείς στα πόδια σου; Όπως έκανα και εγώ; Για να δούμε πόσο γενναία θα είσαι όταν θα πρέπει να σταθείς μόνη σου. Ο Άρης είναι δικός μου!»
«Αν δεν ήμουν εγώ, δε θα στεκόσουν εκεί που στέκεσαι! Μη μου μιλάς σα να…» αυτό ήταν….
Τα χέρια της γέμισαν φλόγες και η μύτη της άνοιξε. Το αίμα έρευσε άφθονο δελεάζοντας τη Μόνικα και τον Άρη. Αλλά αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα της. Όλο το δωμάτιο είχε γεμίσει σκιές μέσα από τις οποίες αναδυόταν εκείνη η τερατόμορφη φιγούρα που σε αντίθεση με άλλες φορές, τώρα ερχόταν κατά πάνω της. Δεν ήξερε αν ο φόβος ήταν αυτό που την επανέφερε σε τάξη, αλλά ξαφνικά είχε καλύτερη συναίσθηση του τι συνέβαινε γύρω της.
Η σάρκα της καιγόταν από τη φωτιά που τύλιγε τα χέρια της, το δωμάτιο είχε γεμίσει από σκιές και φλόγες μέσα στις οποίες ξεχώριζαν τα θολά πρόσωπα του Άρη και της Μόνικα. Παρόλο που ο διευθυντής τους συγκρατούσε την πεινασμένη γυναίκα, έδειχνε να δυσκολεύεται να ελέγξει τη δική του δίψα.
Δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν να τη δει σε αυτή την κατάσταση αλλά η Μαργαρίτα θα πρόσεχε την απουσία της αν επέλεγε να φύγει μέσω των σκιών και όχι της εξόδου…







...

Τότε άκουσε ομιλίες και έτρεξε στο σαλόνι για να υποδεχτεί τους φίλους της. Αλλά κανείς δεν ήταν εκεί. Ξαφνικά ένιωσε να κρυώνει και έτριψε τα μπράτσα της για να ζεσταθεί. Όμως τότε ένιωσε κάτι υγρό ανάμεσα στα χέρια της.
Ήταν αίμα.
Ή τουλάχιστον μύριζε σαν αίμα, ήταν μαύρο και έσταζε από τις σκιές που είχαν κυκλώσει το δωμάτιο.
«Είναι ώρα.» άκουσε εκείνη τη γνώριμη αντρική φωνή να της λέει.
Ένιωσε ρίγη να απλώνονται σε όλο της το σώμα ενώ γύρισε αργά προς το μέρος του. Δεν κατάφερε να δει το πρόσωπο του ούτε αυτή τη φορά, παρόλο που ο άντρας στεκόταν λίγα μόλις εκατοστά απέναντι της. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ μανδύα με κουκούλα που κάλυπτε σχεδόν ολάκερο το πρόσωπο του. Το δέρμα που ήταν ακόμα εκτεθειμένο, ήταν καλυμμένο με αίμα.
Φοβόταν και δεν μπορούσε να το κρύψει. Τα χέρια του άντρα κινήθηκαν αργά προς την κουκούλα. Ήταν έτοιμος να αποκαλύψει το πρόσωπο του όταν η Μελίνα άρχισε να ουρλιάζει. Δεν ήξερε για ποιο λόγο το έκανε, αλλά όσο πιο δυνατά φώναζε τόσο μεγάλωνε ο φόβος της… τόσο εξαπλώνονταν ο πάγος μέσα της. Οπισθοχώρησε μερικά βήματα και ύστερα σκόνταψε στον καναπέ καταλήγοντας να ξαπλώσει σε αυτόν. Το αίμα είχε λιμνάσει επάνω του πασαλείβοντας την…




...

«Δεν μπορώ να σε καταλάβω Μελίνα… μα το Θεό, δεν μπορώ. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Αφού μπορούμε να είμαστε μαζί. Πόσες φορές πρέπει να σου πω πόσο σε αγαπάω;»
«Αλλά δεν μπορείς να ζήσεις μακριά της. Πάντα θα γυρνάς σε εκείνη. Ίσως… ίσως τα έχεις μπερδέψει. Ίσως νομίζεις ότι με αγαπάς αλλά στην ουσία είναι ο δεσμός μας που μιλάει. Ξέρεις, μιας και είμαστε στην ίδια αγέλη. Μπορεί απλά να το μπερδεύεις.»
«Δεν είναι έτσι και το ξέρεις.» της είπε προσβεβλημένος. Η Μελίνα ένευσε καταφατικά. «Γιατί λοιπόν;»
«Γιατί πάντα θα φοβάμαι ότι θα σε χάσω. Και δε θέλω να φοβάμαι. Γιατί πάντα θα κατηγορώ τον εαυτό μου ότι σε κρατάω μακριά της. Όπως οι σειρήνες κρατάνε τους ναυτικούς μακριά από τις οικογένειες τους. Και δε θέλω να είμαι μία σειρήνα. Γιατί πάντα θα αναρωτιέμαι αν τη σκέφτεσαι… γιατί πάντα θα θυμάμαι ότι δεν ήμουν αρκετή… ότι ήσουν μαζί μου και πάλι επέλεξες εκείνη.» είχε ξεσπάσει και πάλι σε κλάματα.
«Ήμουν αδύναμος.» σχεδόν ψιθύρισε. Αλλά το έβλεπε στα μάτια του, αναγνώριζε το δίκιο της.
«Δεν είσαι. Γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι ακόμα και τώρα δε θα το έπαιρνες πίσω. Θα κοιμόσουν και πάλι μαζί της. Γιατί ξέρεις ότι θέλεις να το κάνεις ξανά.» τα επιχειρήματα της τον είχαν σοκάρει.
«Τί κάνετε τόσ…» ο Πέτρος είχε μόλις μπει και πάλι στο σαλόνι. Τόσο εκείνος, όσο και οι υπόλοιποι, περίμεναν τον Δημήτρη στο αμάξι. Προφανώς είχαν βαρεθεί και έστειλαν κάποιον να τον τραβήξει έξω. «Ααμμ… διακόπτω, έτσι δεν είναι;» τους ρώτησε ο νεοφερμένος αμήχανα.
«Όχι, έλεγα στον Δημήτρη ότι έχει ξεχάσει να φορέσει το φυλαχτό του.» η Μελίνα τον καθησύχασε με ένα χαμόγελο. Λίγο προτού συνεχίσει το δρόμο της για το δωμάτιο της. Άκουσε τον Δημήτρη να βρίζει, τώρα καταλάβαινε γιατί η Μελίνα ήξερε για την έλλειψη μεταμέλειας όσο αφορούσε τις πράξεις του. «Το ξέρω ότι με αγαπάς… απλά σε αυτήν την ιστορία, αυτό δεν είναι αρκετό.» μουρμούρισε ξέροντας ότι ο Δημήτρης μπορούσε να την ακούσει. 







...


 
«Συγγνώμη για…»
«Δεν με ενδιαφέρει αν ξεσπάς επάνω μου, με ενδιαφέρει μόνο να τρέφεσαι. Αυτό σε κρατάει ζωντανή Μελίνα. Χρειάζεσαι το αίμα αλλά αν καταλάβουν ότι η έλλειψη σε κάνει αδύναμη, φυσικά και θα προσπαθήσουν να σε καταλάβουν.» μιλούσε για τα πνεύματα, δε χωρούσε αμφιβολία γι’ αυτό. Όμως…
«Τί εννοείς, να με καταβάλουν;»
«Προσπαθούν να ρουφήξουν τη ζωή μέσα από εσένα. Όταν είσαι δυνατή δεν το καταλαβαίνεις. Όμως όταν δεν είσαι, εκείνοι είναι σε πλεονάζουσα θέση. Μελίνα, δεν έχω ιδέα τι μπορεί να σου κάνουν αλλά δε σκοπεύω να μείνω άπραγος και να σε βλέπω να βλάπτεις τον εαυτό σου. Πρέπει να τρέφεσαι.» συνέχισε να επαναλαμβάνει.
«Βλέπω το έψαξες.» του είπε προσπαθώντας να ελαφρύνει λίγο το κλίμα.
«Η Μόνικα το έψαξε για εμένα. Δίπλα της νιώθω σαν πρωτάρης… ανησύχησα για εσένα.»